Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Ὁ χρόνος, ὁ φθονερὸς γέρων

Φώτη Κόντογλου

Ὁ καιρὸς εἶναι ἕνα πρᾶγμα ἄπιαστο καὶ κατὰ βάθος ἀκατανόητο. Τὸ μυαλό μας κ᾿ ἡ καρδιά μας τὸν νοιώθουνε ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς ποὺ γίνονται στὸν κόσμο. Μὰ κάποιες ἀλλαγὲς μπορεῖ νὰ γίνουνε πολὺ γρήγορα, ἀπὸ μιὰ μέρα σὲ ἄλλη, ὅπως ἡ παραμόρφωση τοῦ ἄνθρωπου ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια, ἢ ἕνας ξαφνικὸς θάνατος ποὺ μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἕνα ἀγνώριστο κουφάρι. Τὸν καιρὸ τὸν νοιώθουμε πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὸ πάλιωμα κι ἀπὸ τὸ γῆρας, ποὺ ἀλλάζουνε τὰ νεαρὰ καὶ τὰ ζωντανὰ πλάσματα, κι αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ τὴν καταλαβαίνουμε σκληρά. Τὸν νοιώθουμε κι ἀπὸ τὴν καινούργιεψη τοῦ κόσμου, μὰ πιὸ δυνατὰ τὸν νοιώθουμε ἀπὸ τὴ φθορά· καὶ τὸν νοιώθουμε ἀπ᾿ αὐτὴ πιὸ δυνατά, γιατὶ πονᾶμε, κι ὁ πόνος εἶναι πιὸ βαθὺς ἀπὸ τὴ χαρά.
Γι᾿ αὐτὸ στεκόμαστε περίφοβοι μπροστὰ στὸν καινούργιο χρόνο, μπροστὰ σ᾿ ἕνα τεχνητὸ χώρισμα, ποὺ βάλαμε στὸ πέλαγος τοῦ καιροῦ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἡ κάθε μέρα ἀρχὴ καινούργιου χρόνου. Σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀτελείωτον ὠκεανὸν δὲν ὑπάρχει μήτε νησί, μήτε στεριὰ γιὰ νὰ ἀράξεις. Τὰ ρεύματα σέρνουνε τὸ καράβι σου μέρα-νύχτα καὶ τὸ πᾶνε παραπέρα, εἴτε θέλεις εἴτε δὲν θέλεις, ὣς ποὺ νὰ σὲ πετάξουνε ἀπάνω σὲ μιὰ ξέρα, ἢ νὰ σὲ πᾶνε σ᾿ ἕνα λιμάνι ἀπ᾿ ὅπου δὲν θὰ ξαναβγεῖς πιά.
Ὁ καιρὸς ἄρχισε μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Πρὶν νὰ γίνει ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ μᾶς φαίνεται πὼς θὰ ὑπῆρχε ὁ καιρός, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπάτη τοῦ μυαλοῦ μας, γιατὶ ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ ἀλλάζει κ᾿ ἔτσι νὰ φαίνεται πῶς περνᾷ ὁ καιρός, πῶς ὑπῆρχε ὁ καιρός; Στὸ τίποτα δὲν ὑπάρχει καιρός. Πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία ἤτανε «σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου» (Γένεσις α´, 2). Σκότος κι ἄβυσσος εἶναι ἔννοιες ποὺ φανερώνουνε τὸ τίποτα, τὴν ἀνυπαρξία. Παρακάτω εἶναι γραμμένο, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως: «Καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀναμέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀναμέσον τοῦ σκότους. Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν, καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα, καὶ ἐγένετο πρωὶ ἡμέρα μία» (Γένεσ. α´, 4-5). Μόλις ἔγινε τὸ φῶς ἄρχισε κι ὁ καιρός, «ἐγένετο πρωῒ ἡμέρα μία».
Ἡ θρησκεία μας αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ βλέπουμε τὸν λέγει «παρόντα αἰῶνα». Σ᾿ αὐτὸν τὸν «αἰῶνα» ὑπάρχει ὁ χρόνος, ἐνῷ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν θὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ θὰ καταργηθεῖ, ἂν καὶ λέγεται «αἰώνας». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων» (Α´ Κορινθ. β´, 6). Δηλαδή, τοῦτος ὁ κόσμος κι ὅσοι τὸν πιστεύουνε, ἤγουν οἱ σαρκικοὶ ἄνθρωποι, «καταργοῦνται», φθείρονται καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο πεθαίνουνε. Ἐνῶ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» οἱ δίκαιοι θὰ γίνουνε ἄφθαρτοι κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Ὁ ἴδιος θεόπνευστος ἀπόστολος λέγει τοῦτα τὰ φοβερὰ λόγια, γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀλλαγή: «Ἰδού, μυστήριον ὑμῖν λέγω. Πάντες μὲν οὖν κοιμηθησόμεθα, πάντες ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι (Α´ Κορινθ. ιε´, 51). Μιλώντας γιὰ τὴν καταστροφὴ τούτου τοῦ κόσμου, γράφει: «Εἴτε προφητεῖαι καταργηθήσονται, εἴτε γλῶσσαι, παύσονται, εἴτε γνῶσις καταργηθήσεται. Ἐκ μέρους γὰρ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθη τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται» (Α´ Κορινθ. ιγ´, 8). Τὸ «τέλειον» θὰ εἶναι ἄφθαρτο, κ᾿ ἡ ἀφθαρσία καταργεῖ τὸν χρόνο. Στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν ὑπάρχει οὔτε γέννα, οὔτε θάνατος.
Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους αὐτὰ εἶναι ἀσύστατες φαντασίες, ποὺ τὶς πιστεύουνε μοναχὰ «οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Μὰ αὐτοὶ ποὺ τὰ λένε αὐτὰ εἶναι γιὰ λύπη, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Ἂν ἐλπίζουμε, λέγει, μοναχὰ σὲ τούτη τὴ ζωή, εἴμαστε οἱ πιὸ ἐλεεινοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους». Γιατὶ μὲ ὅποια ἐλπίδα κι ἂν ξεγελασθοῦμε, καὶ μὲ ὅση ἀδιαφορία κι ἂν ἀρματωθοῦμε, θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ θὰ δοῦμε, θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας, τὴ φθορὰ ποὺ μᾶς ζώνει σὰν πλημμύρα ἀπὸ παντοῦ, καὶ θὰ τρομάξουμε.
Γύρω μας τὰ πάντα ἀλλάζουνε, μέρα μὲ τὴν μέρα. Τὰ πρόσωπα παραμορφώνουνται, τὰ κορμιὰ σακατεύουνται, τὰ μάτια θολώνουνε, ὅλα βουλιάζουνε μέσα σ᾿ ἕνα βουβὸ χάος. Ἡ φθορά! Καὶ πιὸ ζωηρὰ μᾶς χτυπᾶ αὐτὸ τὸ ξέφτισμα τοῦ κόσμου καὶ μᾶς κάνει νὰ συλλογισθοῦμε τὴ ματαιότητά μας στὴν ἀρχὴ τοῦ καινούργιου χρόνου.
Οἱ Ρωμαῖοι παριστάνανε τὸν πρῶτο μήνα μὲ τὴ ζωγραφιὰ τοῦ Ἰανοῦ ποὺ εἶχε δυὸ πρόσωπα, ὁποὺ ἤτανε γυρισμένα ἀπὸ τὶς δυὸ μεριές, (κι ἀπ᾿ αὐτό, τὸν βγάλανε Ἰανουάριο). Τὸ ἕνα πρόσωπο ποὺ παρίστανε τὸν περασμένο χρόνο ἤτανε γερασμένο, καὶ τ᾿ ἄλλο ποὺ παρίστανε τὸν καινούργιο χρόνο ἤτανε νεαρό. Οἱ πιὸ πολλοὶ ποὺ μιλᾶνε γιὰ τὴν πρωτοχρονιά, σᾶς δείχνουνε τὸ νεαρὸ πρόσωπο. Ἐγὼ σᾶς δείχνω τὸ γέρικο. Δὲν τὸ κάνω γιὰ νὰ σᾶς κακοκαρδίσω, ἀλλὰ γιατὶ πιστεύω πὼς ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ξεγελιέται, ἀλλὰ ποὺ βλέπει τὴν ἀδυναμία του καὶ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, εἶναι κερδισμένος, ἐπειδὴ γίνεται πιὸ χριστιανός, δὲν παραδίνεται στὶς ἡδονὲς ποὺ χαλᾶνε τὴν ψυχή του, λιγοστεύει τὸν ἐγωισμό του, συμπονᾶ τοὺς δυστυχισμένους, ταπεινώνεται, συντρίβεται, ἀποζητᾶ προστασία κι ἁπλώνει τὰ χέρια του στὸν Χριστὸ ποὺ εἶναι ὁ Ἄφθαρτος, ποὺ δίνει τὴν ἀφθαρσία, (Α´ Τιμοθ. α´ 17), ὁ Βράχος (Α´ Κορινθ. ι´, 4), ὁ Πρῶτος καὶ ὁ Ἔσχατος (Ἄποκαλ. β´, 8), ὁ Ῥυόμενος (Ρωμ. ια´, 26), χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνες (Ἑβρ. ιγ´, 8), καὶ ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. ιδ´, 6), «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». (Ἰω. ια´, 25). «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἀρχὴ καὶ τέλος» (Ἀποκαλ. α´, 8), « Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη´, 18), «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰω. ια´, 26).
Ὅποιος λοιπὸν πιστεύει στὸν Χριστὸ δὲν φοβᾶται καὶ δὲν θέλει νὰ ξεγελιέται σὰν τὸ καμηλοπούλι, ποὺ χώνει τὸ κεφάλι του στὸν ἄμμο καὶ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχει ὁ κηνυγὸς ποὺ θέλει νὰ τὸ σκοτώσει, ἐπειδὴ δὲν τὸ βλέπει. Αὐτὸς ἔχει τὸ θάρρος νὰ ἀντικρίζει τὴν ἀλήθεια, γιατὶ «ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἐστὶν ἀθανασίας πλήρης» (Σολομ.). Ὁ νοῦς του στέκεται ἀτάραχος μέσα στὴ βουβὴ φουρτούνα τοῦ καιροῦ καὶ στὸ ἀσταμάτητο ρεῦμα του, καὶ φέρνει μπροστά του τὶς μυριάδες τὶς μέρες καὶ τὶς νύχτες ποὺ περάσανε καὶ σβήσανε, ἀπὸ τότε ποὺ βγῆκε ὁ κόσμος ἀπὸ τὸ χάος τῆς ἀνυπαρξίας ὡς τὴ σημερινὴ μέρα, ποὺ καμμιὰ καρδιὰ δὲν τὶς θῦμαται πιά. Ἡ καρδιά του δὲν λιγοψυχᾶ, οὔτε πνίγεται ἡ ψυχή του μέσα στὰ βουβὰ κύματα τῆς φθορᾶς, ἐπειδὴ «ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ ἀθανασίας πλήρης». Γιατὶ ὁ Χριστιανὸς πιστεύει πὼς μὲ τὸν Χριστὸ καταργήθηκε ἡ φθορά, καὶ δὲν φοβᾶται τὸ δόντι τοῦ καιροῦ ποὺ τὰ τρώγει ὅλα. Μὲ τὸν Χριστὸ «ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης, τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γάρ, ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η´, 21). Ναί, ὅλη ἡ κτίση ἀναστενάζει καὶ πονᾶ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, γιατὶ εἶναι σκλαβωμένη στὴ φθορά. Κανένα πλάσμα δὲν θέλει νὰ πεθάνει, γιατὶ μέσα στὸ κάθε ἕνα εἶναι ριζωμένη ἡ ἀγάπη τῆς μακροζωίας. Καὶ ὅμως, ὅλα λυώνουνε καὶ χάνουνε τὴν ὄψη τους καὶ γίνουνται χῶμα ἀναίσθητο, κι ἀφανίζεται ἡ τόση λεπτότητα κ᾿ ἡ τόση σοφὴ σύστασή τους. Ἡ ρόδα τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀλέθει καὶ τὰ κάνει σκόνη, καὶ λιώνει ὡς κι αὐτὴ τὴ θύμησή τους καὶ τούτη ἡ ἄσπλαχνη ρόδα γυρίζει ἀδιάκοπα, μέρα καὶ νύχτα. Κατὰ τὸ ποίημα τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου:
Ὁ γέρος φθονερὸς
καὶ τῶν ἔργων ἐχθρός
καὶ πάσης μνήμης, ἔρχεται.
Περιτρέχει τὴν θάλασσαν
καὶ τὴν γῆν ὅλην.
Ἀπὸ τὴν στάμναν χύνει
τὰ ρεύματα τῆς λήθης,
καὶ τὰ πάντα ἀφανίζει.
Ὁ Χρόνος δὲν ὑπάρχει, εἶναι ἕνας ἴσκιος τῆς φαντασίας. Ὑπάρχει ὁ θάνατος. Στὸν ἄλλον κόσμο, ποὺ θὰ καταργηθεῖ ὁ θάνατος, οἱ μακάριες ψυχὲς τῶν δικαίων δὲν θὰ νοιώθουνε τὸν χρόνο. Ἄλλα κι ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ δὲν ἔχει πολὺ ἐξουσία ἀπάνω τους, σὰν νὰ μὴν τὸν νοιώθουνε καὶ πολύ, γι᾿ αὐτὸ γράφει ὁ Σολομώντας: «Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται. Γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δὲ ἔστι φρόνησις ἀνθρώποις, καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενόμενος ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἀμαρτωλῶν μετετέθη. Ἠρπάγη μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς. Ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίω ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐν διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ». «Ὁ δίκαιος ἂν ἔρθει ἡ ὥρα του νὰ τελευτήσει; θά ῾ναι ἀναπαυμένος. Γιατὶ γῆρας τίμιο δὲν εἶναι τὸ νὰ ζήσει κανένας πολὺ κι οὔτε μετριέται μὲ τὰ χρόνια. Ἀλλὰ γεροντικὴ εἶναι ἡ φρονιμάδα στοὺς ἀνθρώπους, κ᾿ ἡ ἡλικία εἶναι ἀψεγάδιαστη ζωή. Ἐπειδὴ εὐαρέστησε στὸν Θεόν, ἀγαπήθηκε, καὶ ἐπειδὴ ζοῦσε ἀνάμεσα σὲ ἁμαρτωλούς, πάρθηκε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. Ἁρπάχτηκε, μήπως ἡ κακία ἀλλάξει τὴ φρονιμάδα του, εἴτε μήπως ἡ πονηρία ξεγελάσει τὴν ψυχή του. Πεθαίνοντας μὲ λίγα χρόνια σὰν νά ῾ζησε πολλά. Γιατὶ ἤτανε ἀγαπημένη ἀπὸ τὸν Κύριο ἡ ψυχή του· γιὰ τοῦτο βιάσθηκε νὰ φύγει μέσα ἀπὸ τὴν πονηριά. Μὰ οἱ ἄνθρωποι εἴδανε καὶ δὲν καταλάβανε, πὼς ἡ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς διαλεχτούς του, κ᾿ ἡ προστασία του μαζὶ μὲ τοὺς ὁσίους του».

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΚΗΡΥΓΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΙΕΝΝΙΤΙΚΑ

Ή Ορθόδοξη Εκκλησία, ψάλλει, υμνεί και δοξολογεί: «Χριστός γεννάται δοξάσατε. Χριστός εξ ουρανών' απαντήσατε. Χριστός επί γης' υψώθητε. Άσατε τω Κυρίω πάσα ή γη, και εν ευφροσύνη, ανυμνήσατε λαοί' ότι δεδόξασται».

Ό Άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος τον τέταρτο αιώνα μΧ. με νωπή και ζωντανή την παρουσία το» Χρίστου επί της γης, κηρύττει με ζέση πίστεως λέγοντας:

«Σήμερα λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά. Ό διάβολος καταντροπιάσθηκε. Οι δαίμονες δραπέτευσαν. Ό θάνατος (της ψυχής) καταργήθηκε. Ό Παράδεισος ανοίχθηκε. Ή κατάρα εξαφανίστηκε. Ή αμαρτία διώχθηκε. Ή πλάνη απομακρύνθηκε. Ή αλήθεια αποκαλύφθηκε. Το κήρυγμα της ευσέβειας ξεχύθηκε και διαδόθηκε παντού. Ή Βασιλεία των Ουρανών μεταφυτεύθηκε στη γη. Οι Άγγελοι συνομιλούν με τους ανθρώπους. 'Όλα έγιναν ένα. Κατέβηκε ό Θεός στη γη κι ό άνθρωπος ανέβηκε στους ουρανούς. Κατέβηκε ό Θεός στη γη και πάλι βρίσκεται στον Ουρανό. 'Ολόκληρος είναι στον ουρανό κι ολόκληρος είναι στη γη. Έγινε άνθρωπος κι είναι Θεός. Είναι Θεός κι έλαβε σάρκα».

Ενώ λοιπόν διαδραματίσθηκαν όλα αυτά τα κοσμοϊστορικά και σωτήρια γεγονότα, έρχεται τώρα ό διάβολος και με τα όργανα του, της «νέας εποχής», δίνουν μια ψεύτικη αίσθηση της μεγάλης εορτής, με προβολή και επιβολή κοσμικών και παγανιστικών -ειδωλολατρικών- εκδηλώσεων, με ήθη και έθιμα άσχετα με την Σωτήρια Εορτή, προκειμένου να πετύχουν, όπως λένε, τη «μαγεία των Χριστουγέννων», βάζοντας να «λατρεύουμε» το δένδρο με τα παιχνίδια, τα φώτα στα μπαλκόνια, τραγουδιστές, ίσως ανθέλληνες και ανήθικους, οργανώνοντας ρεβεγιόν, εκδρομές, ταξίδια, γλέντια με άφθονο αλκοόλ, ψώνια πολλά για καλοφαγία, με δάνεια από τις τράπεζες, ξενόφερτη μουσική, ενδυμασία προκλητική, διασκέδαση σε κλαμπ και μπαράκια, δημιουργώντας έτσι έναν αμερικάνικο τρόπο ζωής πού δεν είναι άλλος παρά ή παγκοσμιοποίηση και  μαζοποίηση των ανθρώπων.

Όλα αυτά μας τα σερβίρουν για να χάσουμε το αληθινό νόημα της Σωτήριας Εορτής των Χριστουγέννων και να μας κάνουν υποχείρια της «νέας εποχής».
Καμία λοιπόν αναφορά, από τους λεγόμενους προστάτες των λαών, στην πνευματική προετοιμασία των Χριστουγέννων, δηλαδή την νηστεία, την προετοιμασία μας για την Χριστουγεννιάτικη θεία Λειτουργία και την αγάπη μας στο Θεό, στο συνάνθρωπο μας και στον ασκητικότατο Άγιο της Εκκλησίας μας, τον Μέγα και Θαυματουργό Άγιο Βασίλειο, τον πραγματικά φιλάνθρωπο.

Έτσι λοιπόν, όπως κατήντησε ή παγκοσμιοποίηση τα Χριστούγεννα, δεν είναι τυχαίο, γιατί ό ένας στους τέσσερις μουσουλμάνους στη Γαλλία θεωρεί τα Χριστούγεννα ως την σημαντικότερη γιορτή του χρόνου, γιατί δεν έχει πια καμία θρησκευτική αναφορά στον Σωτήρα μας Χριστό, αφού την κατήντησαν μια εντελώς κοσμική εορτή.




Χριστιανοί μου,
τα Χριστούγεννα που μας έρχονται σε λίγες μέρες, μας παρέχουν και πάλι την ευκαιρία, να δοξάσουμε οικογενειακώς, μαζί με τον σύντροφο της ζωής μας, τη γυναίκα μας ή τον άνδρα μας, τους γονείς μας και τα παιδιά μας, να δοξάσουμε την ενανθρώπηση του Θεού και Λόγου. Ο ανακλινόμενος και σαρκωθείς Θεός εν τη φάτνη της καρδίας ημών θα δώσει την ουράνια χαρά, να απολαύσουμε την θεϊκή του ειρήνη, και την Τριαδική Του ευδοκία.
Έτσι μας λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Και αυτό επαναλαμβάνω θα γίνει μονάχα, όταν με κατάλληλες σκέψεις και καλούς συλλογισμούς, με την μελέτη και την προσευχή, με την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία, κάνομε όλη μας την καρδιά φάτνη εντός της οποίας είθε να ανακλιθεί ο νεογεννηθείς Χριστός μέσα σ’ αυτήν, δηλαδή μέσα στην καρδιά μας.
ΑΜΗΝ. ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΝΤΑ

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι' ΛΟΥΚΑ

Στο σημερινό Ευαγγελικό, βλέπουμε τον Κύριο μας να τελεί με την ανθρώπινη φύση του, τα θρησκευτικά και τα πνευματικά του καθήκοντα, όπως μας περιγράφει και ο Ευαγγελιστής Λουκάς.  Τον συναντούμε στην συναγωγή, πριν τελεσθεί κατά το εβραϊκό τυπικό θυσία στον Θεό-Πατέρα, να διδάσκει, δηλαδή να έχει διαβαστεί κάποιο χωρίο από την πεντάτευχο και ο ίδιος να στέκεται στο μέσον να κηρύττει, ερμηνεύοντας το χωρίο.
Ξαφνικά, χωρίς να έχει τελειώσει το κήρυγμα του, εμφανίζεται μια γυναίκα, σκυμμένη, η οποία είχε ακάθαρτο πνεύμα μέσα της δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια. Δεν πήγε στην συναγωγή τυχαία, διότι ενώ για δεκαοχτώ χρόνια την ταλαιπωρούσε το δαιμόνιο, θα μπορούσε να είχε πάει κάπου αλλού, σε οποιοδήποτε μάγο ή ιατρό της εποχής εκείνης. Αλλά ο Πατήρ ο ουράνιος εν Αγίω Πνεύματι, εκείνος που τα ασθενή θεραπεύει, την ωθεί με την δύναμη και την εξουσία που έχει, την ωθεί εκεί που βρίσκεται ο Υιός Του, διότι είναι ο μόνος επί της γης εκείνη την χρονική στιγμή που μπορεί να την θεραπεύσει.
Πράγματι, χωρίς η γυναίκα αυτή να πει τίποτα, ή κάποιος άλλος ή άλλοι να την παρουσιάσουν και να ζητήσουν βοήθεια γι αυτήν, ο Κύριος μας την βλέπει, σταματάει το κήρυγμα του, και μας λέει ο Λουκάς : ‘’ Προσεφώνησε και είπεν αυτή . Γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου ‘’ . Δεν σταματά μόνον εκεί, αλλά: ‘’ επέθηκεν αυτή τας χείρας ‘’, και αμέσως εκείνη που ήταν σκυμμένη,  ‘’ ανωρθώθη ‘’ και δόξαζε τον Θεό-Πατέρα γι αυτήν την ευεργεσία που της εδόθη.
Σε αυτό εδώ το σημείο αν ανατρέξουμε στους πατέρες της εκκλησίας και συγκεκριμένα στον Άγιο Ιουστίνο τον μάρτυρα και φιλόσοφο, όπου ομιλεί για τον σπερματικό λόγο, που τον εμφυτεύει ο Θεός στον άνθρωπο μέσα του από  την στιγμή της γεννήσεως του, αυτήν την τάση του προς το θείο, το υπερφυσικό, έστω και την στιγμή της αρρώστιας, της απελπισίας, όπως αυτή η γυναίκα που παρόλο το ακάθαρτο πνεύμα την είχε καταστήσει ασθενή σωματικά και ψυχικά, μόλις μέσα της ένοιωσε την ροπή, την τάση, και την ελπίδα ότι ο Θεός είναι ο μόνος που μπορεί να την βοηθήσει, ο Θεός ακούοντας αυτήν την εσωτερική προσευχή της την οδηγεί προς την λύτρωση. Πώς ; Δια του ‘’ Μυστηρίου ‘’ που εξελίχθηκε.
Ποιο ήταν αυτό ;    Ο Κύριος μας γνωρίζοντας με την θεϊκή φύση Του πλέον, την κατάσταση αυτής της γυναίκας, έβαλε τα χέρια του επάνω της ως ιατρός των ψυχών και των σωμάτων που είναι. Τα στοιχεία εκείνα που απαρτίζουν το μυστήριο είναι : η εκούσια προσαγωγή της γυναίκας στον Χριστό  της οποίας η κατάσταση φανέρωνε το τι ακριβώς συμβαίνει χωρίς να χρειαστεί να ομολογήσει και το δεύτερο στοιχείο είναι η προσφώνηση από τον Κύριο μεν αλλά και η επίθεση των χειρών Του δίδοντας κατ’ αρχήν άφεσην αμαρτιών, αφού για να την έχει κυριέψει το ακάθαρτο πνεύμα, θα έπρεπε η ζωή της πριν να ήταν βουτηγμένη στην αμαρτία και στην βλασφημία, αφετέρου δε της έδιδε και την ίαση της σωματικής της ασθένειας που είχε προέλθει από την ταλαιπωρία του πονηρού στο σώμα της.
Αγαπητοί μου, πόσοι άνθρωποι σήμερα υποφέρουν από σωματικές αλλά και από ψυχικές ασθένειες, είτε χρόνιες, είτε όχι. Λογικό είναι και ανθρώπινο όποιος βρεθεί σε τέτοια κατάσταση να ανατρέξει στους ιατρούς και στα νοσοκομεία και ορθώς θα πράξει.
Το θέμα είναι όμως να μην αποθέσει όλες του τις ελπίδες μόνον εκεί και να πιστέψει ότι μόνον ο ιατρός είναι αυτός που θα  τον βοηθήσει να ξεπεράσει την ασθένεια του, διότι είναι λάθος. Έχουμε συναντήσει σε πολλές αγιογραφικές και πατερικές περικοπές, ανθρώπους που ήταν ασθενείς χρόνια, εκ γεννετης, με δαιμονική κατάσταση, που τελικά βρήκαν την λύση και λύτρωση τους στον Χριστό.   Πώς ;   Δια των μυστηρίων τότε  και σήμερα.
Ο Κύριος μας μετά την Ανάληψη του  δεν μας άφησε ορφανούς, διότι ίδρυσε και επίσημα πλέον την στρατευομέμη Εκκλησία. Σε εκείνην τώρα πια αποθέτουμε τις ελπίδες μας, από εκείνην λαμβάνουμε όλα τα ουράνια χαρίσματα και με εκείνην κοινωνούμε, επικοινωνούμε με τον αληθινό Θεό μέσα από τα μυστήρια. Άρα δεν αρκεί να ανατρέξουμε σε κάποιον ιατρό μόνον, παράλληλα  να ανατρέξουμε και στην Χάρη του αληθινού Θεού με πίστη και ελπίδα σε Αυτόν.
Αγαπητοί μου, η σημερινή γυναίκα του Ευαγγελίου να γίνει παράδειγμα για όλους εμάς, που έχουμε χρέος ως αληθινά παιδιά του Χριστού και της Εκκλησίας να ωθούμε του γύρω μας, και μάλιστα εάν υπάρχει περίπτωση ασθενείας, στον Χριστό και στην Εκκλησία και να μην γινόμαστε όπως αρχηγός της συναγωγής, κατήγοροι προς της θεϊκή επέμβαση, επικαλούμενοι δήθεν νόμους και άλλες δικαιολογίες, διότι ο Κύριος μας θα μας αποκαλέσει ‘’ ψεύτες ‘’ όπως αποκάλεσε και προεστό της συναγωγής, και θα είναι αλήθεια.
Αγαπητοί μου, σε λίγες μέρες θα εορτάσουμε τον ερχομό του Κυρίου ως βρέφος,         στην γη, εδώ στην ζωή μας. Για ακόμα άλλη μια φορά θα γεννηθεί η ελπίδα και το μήνυμα της σωτηρίας των ανθρώπων σε εποχές δύσκολες, φρικτές και ανυπόφορες για τον πλανήτη μας. Σε λίγες μέρες θα βιώσουμε αυτό που ο Ιερός Χρυσόστομος το χαρακτηρίζει ‘’ Μητρόπολη των Εορτών ‘’ και οι Πατέρες της Εκκλησίας ‘’ Επιφάνεια Θεού ‘’ αφού από Υιός του Θεού θα γίνει και Υιός του ανθρώπου. Ας μην φερθούμε όπως ο αρχηγός της συναγωγής με περιφρόνηση και αντιπάθεια, αλλά με όπως αυτή η γυναίκα με πίστη και ελπίδα στον αληθινό Θεό.
ΑΜΗΝ  ΠΡΕΣΒΥΤΈΡΟΥ ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΚΌΝΤΑ