Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Οι μυροφόρες και η οικογένεια του Ιησού
Του Θεόδωρου Ρηγινιώτη


Είναι προφανές ότι στην αρχαία Εκκλησία όλοι ήξεραν τι σχέση είχαν με τον Ιησού οι λεγόμενοι «αδελφοί Του». Γι’ αυτό και τα ευαγγέλια, αν και τους αναφέρουν, δεν δίνουν κάποια διευκρίνιση. Άλλωστε δύο απ’ αυτούς, ο Ιάκωβος και ο Ιούδας (όχι βέβαια ο Ισκαριώτης) είναι και συγγραφείς δύο βιβλίων (επιστολών) που βρίσκονται μέσα στην Καινή Διαθήκη.

Προς ενίσχυση της ορθόδοξης άποψης (που είναι κι η άποψη της αρχαίας Εκκλησίας) ότι οι αδελφοί του Κυρίου δεν ήταν τέκνα της Παναγίας, παρατηρούμε ότι και ο Ιάκωβος και ο Ιούδας αποφεύγουν να αναφέρουν τον εαυτό τους ως αδελφό Του στο προοίμιο της επιστολής τους.

Παρακάτω δίνουμε κάποια στοιχεία για την οικογενειακή κατάσταση του Κυρίου, αλιευμένα από Πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς.

Πηγές:
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ερμηνεία εις το κατά Ιωάννην.
άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Υπομνήματα.
Κοσμάς Βεστίτωρ, Εγκώμιον εις τους δικαίους Ιωακείμ και Άνναν.
άγιος Συμεών ο Μάγιστρος και Λογοθέτης, Χρονικό.
Hippolytus Thebanus in Chronico opere.

Όλα τα παραπάνω βρίσκονται συνοπτικά στην Patrologia Graeca, τόμος 1, σχόλια στο βιβλίο 3, κεφ. ς΄, των Αποστολικών Διαταγών.

Η οικογένεια του Ιησού.
Ο Κοσμάς Βεστίτωρ γράφει:

Ο ιερέας Ματθάν και η σύζυγός του Μαρία απέκτησαν τρεις κόρες, τη Σοββί, την Άννα και τη Μαρία. Η Σοββί έγινε μητέρα της Ελισσάβετ (μητέρας του Προδρόμου) και η Άννα της Θεοτόκου.
Ο Ιωακείμ, πατέρας της Θεοτόκου, είχε έναν αδερφό, τον Αγγαίο. Η κόρη του Αγγαίου Σαλώμη ήταν η πρώτη σύζυγος του αγίου Ιωσήφ του Μνήστωρος, με την οποία απέκτησαν τέσσερις γιους (Ιάκωβο, Ιωσή, Σίμωνα και Ιούδα κατά τα Ματθ. 13, 53-56 και Μάρκ. 6, 1-6) και τρεις κόρες (γράφει τα ονόματα των θυγατέρων; δε θυμάμαι).
Ο άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων γνωρίζει ότι η πρώτη σύζυγος του Ιωσήφ ονομαζόταν Σαλώμη, οι γιοι τους ήταν αυτοί που ξέρουμε από τα ευαγγέλια και οι κόρες τους ήταν η Εσθήρ, η Θάμαρ (σε κάποια χειρόγραφα ονομάζεται Μάρθα) και η Σαλώμη, που είχε το όνομα της μητέρας της και ήταν η σύζυγος του Ζεβεδαίου και μητέρα των αποστόλων Ιάκωβου και Ιωάννη. Ο Hippolytus Thebanus επαναλαμβάνει αυτά που γράφει «ο μέγας Σωφρόνιος», αναφέροντας τη Θάμαρ μόνον ως Μάρθα.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ξέρει τους τέσσερις γιους του Ιωσήφ, αλλά μόνο δύο κόρες, την Εσθήρ και τη Θάμαρ. Νομίζω πως κι εδώ υπάρχουν δύο εκδοχές, Μάρθα και Θάμαρ. Γενικά κλίνω προς το Θάμαρ, γιατί είναι ευκολότερο να γίνει λάθος αντιγραφή από το Θάμαρ στο πασίγνωστο Μάρθα παρά από το Μάρθα προς το άγνωστο Θάμαρ -οπότε το Θάμαρ πώς προέκυψε;

Οι αγίες μυροφόρες.
1. Η Μαρία η Μαγδαληνή (Μάρκ. 16, 9 και Ιω. 20, 1-18), για την οποία συμφωνούν όλοι ή δεν προσθέτουν κάτι καινούργιο: ο Κύριος τη θεράπευσε από 7 δαιμόνια, κατά το Λουκ. 8, 2 και Μάρκ. 16, 9. Ενδιαφέρον: κατά τον άγιο Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο (Εκκλησιαστική Ιστορία, 14ος αιώνας) «κάποιοι» θεωρούσαν πως είναι η κόρη της Χαναναίας του Ματθ. 15, 21-28.

2. Η Σαλώμη, σύζυγος του Ζεβεδαίου, μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννη και, όπως είπαμε, κόρη του αγίου Ιωσήφ. «Όχι η μαία» (Κοσμάς Βεστίτωρ). «Η μαία και μήτηρ υιών Ζεβεδαίου» (Συμεών Μάγιστρος και Λογοθέτης). Ο Χρυσόστομος δεν προσθέτει κάτι. Άποψή μου: ισχύει το «όχι η μαία». Η μαία Σαλώμη (που τη βρήκε ο Ιωσήφ και την έφερε στη φάτνη, εκεί δυσπίστησε για την αειπαρθενία της Θεοτόκου -ότι δηλαδή είχε μείνει παρθένος μετά τη γέννηση- και θέλησε να τη διαπιστώσει βάζοντας το χέρι της, το οποίο παρέλυσε ώσπου αναίρεσε την άποψή της) αναφέρεται στο ορθόδοξο απόκρυφο «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου» και, αν υπήρξε, σαφώς δεν αναφέρεται ως κόρη του Ιωσήφ.

3. Η Μαρία Ιακώβου, «μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή» ή «του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή» (βλ. Ματθ. 27, 55-56 και 61, καθώς και 28, 1-10, Μάρκ. 15, 40-41, και 16, 1 και 9). Κατά κάποιους πρόκειται για την Παναγία και έτσι ως θετή μητέρα των δύο γιων του Ιωσήφ.

4. Η μήτηρ Ιωσή. Ο Χρυσόστομος πιστεύει ότι έχουμε δύο Μαρίες, άλλη η «μητέρα του Ιακώβου» κι άλλη η μητέρα «του Ιακώβου του μικρού» (Μάρκ. 15, 40-41 και 47: «μήτηρ Ιωσή»), που πιστεύει πως δε μπορεί νά ‘ναι ο αδελφόθεος, ο οποίος ήταν μέγας, όχι μικρός. Η πρώτη είναι η Παναγία και η δεύτερη η σύζυγος του Ιούδα του αδελφόθεου. Κατά το Συμεώνα το Μάγιστρο και Λογοθέτη η «Μαρία Ιακώβου του μικρού» ήταν η σύζυγος του αδελφόθεου Ιούδα, αλλά η «μήτηρ Ιωσή» ήταν άλλη: κόρη της Σαλώμης της εξαδέλφης της Θεοτόκου, η οποία ανέθρεψε τον Ιωσή (τον αδελφόθεο;), γι’ αυτό χαρακτηριζόταν μητέρα του.

5. Η Ιωάννα (Λουκ. 24, 10), πιθανόν να ήταν η σύζυγος του Χουζά, αξιωματούχου του Ηρώδη (Λουκ. 8, 3). Κατά το Συμεώνα το Μάγιστρο και Λογοθέτη όμως ήταν η γυναίκα του αποστόλου Πέτρου. Ο Χρυσόστομος αγνοεί τη βιογραφία της και τη χαρακτηρίζει «Ιωάνναν τινά».

6. Η Σουσάννα (Λουκ. 8, 3), για την οποία κανείς δε δίνει επιπλέον στοιχεία.

7. Η Μαρία του Κλωπά (Ιω. 19, 25), που θεωρείται ετεροθαλής αδελφή της Παναγίας. Ο Κλωπάς ήταν αδελφός του αγίου Ιωακείμ, που πέθανε άτεκνος. Έτσι ο Ιωακείμ πήρε τη σύζυγό του, Άννα, για να «αναστήσει σπέρμα στον αδελφό του» κατά το εβραϊκό έθιμο, και γέννησαν τη Μαρία, «θυγατέρα Κλωπά κατά χάριν» (Hippolytus Thebanus, lib. reg. 1296). Μετά το θάνατο της Άννας του Κλωπά, ο Ιωακείμ παντρεύτηκε την αγία Άννα. Συμφωνεί και ο Χρυσόστομος. Ο Συμεών ο Μάγιστρος γράφει: «αδελφή της Μητρός του Κυρίου, θυγάτηρ Ιωσήφ». Μάλλον ήθελε να γράψει Ιωακείμ κι έγραψε κατά λάθος Ιωσήφ.

* Ο Χρυσόστομος, απαριθμώντας πόσες Μαρίες συναντάμε, αναφέρει και τις αδελφές του Λαζάρου Μάρθα και Μαρία. Δε διευκρινίζει όμως αν τις θεωρεί μυροφόρες. Υποθέτω όχι, γιατί δεν τις αναφέρει κανείς ευαγγελιστής στη διήγηση της ανάστασης.

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Αναδημοσιεύουμε αυτό το άρθρο στην μνήμη του παιδιού της ενορίας μας και ως ελάχιστο δείγμα αγάπης και συμπαράστασης στους γονείς του, μεταφέροντας και την δική μας κραυγή αγωνίας αλλά και ένα μηνυμα ελπίδας πως ο Χριστός μας θα σταθεί δίπλα μας σ' αυτή τη δύσκολη ώρα και θα προστατέψει τον τόπο μας, αρκεί ν' αρχίσουμε να Τον εμπιστευόμαστε και να προσευχόμαστε.

Ποιοι πέθαναν τα όνειρα του Νίκου;
 
Ποιοι πέθαναν τα όνειρα του Νίκου;
printemail
Δεν ξέρω αν θέλω να γράψω για την οργή που νιώθω ή για τη θλίψη που έχω από χθες μέσα μου όταν έμαθα για την αυτοκτονία του 38 χρονου λέκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Νίκος Παλυβός είναι άλλο ένα θύμα της ανεργίας και της κοινωνικής κατάρρευσης της εποχής μας.

Της Μαρίας Γιαχνάκη

Νιώθω οργή γιατί δεν είναι δυνατόν να πιστεύουμε ότι είναι τόσο ανίκητοι αυτοί που μας έφτασαν εδώ…και να δεχόμαστε παθητικά και μοιρολατρικά τη ζωή μας. Νιώθω οργή γιατί αυτοί που μας έφτασαν εδώ τολμούν και ζητούν την ψήφο μας και την υποστήριξή μας.

Νιώθω οργή γιατί φοβάμαι ότι στο τέλος θα καταφέρουν να μας την αποσπάσουν και μετά θα γελούν πίσω από την πλάτη μας. Νιώθω οργή γιατί μέσα σε διάστημα λίγων μηνών ο άνεργος λέκτορας που αυτοκτόνησε απλώς μπήκε στη λίστα με τους προηγούμενους αυτόχειρες με τα πεθαμένα όνειρα.. και κάποιοι που τον ήξεραν απλώς θα κλάψουν σε κάποιους άλλους απλώς θα λείψει κάποιοι από μας θα κουνήσουν απλώς το κεφάλι με θλίψη αλλά αυτοί που πραγματικά τον έσπρωξαν σε αυτήν την πράξη απλώς δεν θα νιώσουν ίχνος ντροπής.

Νιώθω όμως και θλίψη γιατί ξέρω ότι θα έρθουν και οι επόμενοι. Νιώθω θλίψη γιατί ο Νίκος μέχρι προχθές το πρωί σε όλη του τη ζωή μάζευε γνώσεις για να κάνει πράξη το όνειρό της ακαδημαϊκής καριέρας. Πήρε το πτυχίο του με υποτροφία , ολοκλήρωσε με άριστα τη διδακτορική του διατριβή , έκανε μεταδιαδακτορικό ερευνητικό έργο , δημοσίευσε τη δουλειά του σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά έκανε αμέτρητα μεταπτυχιακά σεμινάρια και όμως παρέμενε άνεργος . Ήταν ένας από τους 1.100 εκλεγμένους πανεπιστημιακούς που περίμεναν ματαίως επί δύο χρόνια τον διορισμό τους . Ως τώρα όμως δήλωνε ως εξής την επαγγελματική του ταυτότητα : «Ελεύθερος επαγγελματίας. Τύποις. Κατ ουσίαν άνεργος με μπλοκάκι .»

Η θηλιά που έβαλε στο λαιμό του «ο υπό αναμονή τοποθέτησης» λέκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών σφίγγει λίγο λίγο και το δικό μας λαιμό ίσως και των παιδιών μας αλλά πρέπει να το καταλάβουμε νωρίς και να κουνηθούμε από την καρέκλα μας να ορθώσουμε το ανάστημα σε όλους αυτούς που οδηγούν τους λαούς σε απελπισία.

Ο Νίκος ήταν ένα θύμα της κυβέρνησης όχι μόνο του μνημονίου αλλά και των προηγούμενων κυβερνήσεων που μας έφτασαν εδώ που μας άφησαν να κολυμπάμε στην λάσπη και εμείς οι γελοίοι νομίζαμε ότι ήταν χρυσός.
Δεν ξέρω αν εσείς αντέχετε να αυτοκτονούν δίπλα σας οι άνθρωποι και να θάβουν τα όνειρα μιας ζωής οι νέοι που βρίσκονται πάνω στο άνθος της ηλικίας τους και της δημιουργικότητάς τους αλλά εγώ δεν το αντέχω.

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος.Εἰς τὴν Καινὴν Κυριακὴν καὶ εἰς τὸν Ἀπόστολον Θωμᾶν.







Ἔρχομαι νὰ καταβάλλω χωρὶς ἄλλο τὴν ὀφειλή μου. Γιατὶ κι ἂν εἶμαι φτωχὸς ὅμως θέλω νὰ ἀποσπάσω βίαια τὴν εὐγνωμοσύνη σας. Ἔδωσα τὴν ὑπόσχεση νὰ σᾶς φανερώσω τὴν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ καὶ τώρα ἔρχομαι νὰ τὴν ἐκπληρώσω. Τὶς πρῶτες ὀφειλὲς πρῶτα βιάζομαι νὰ ἐξοφλῶ, γιὰ νὰ μὴ μὲ πνίξουν οἱ τόκοι ποὺ μαζεύονται. Συνεργαστῆτε καὶ σεῖς στὴν καταβολὴ τοῦ χρέους μου καὶ ἱκετέψετε τὸ Θωμᾶ, νὰ βάλῃ στὰ χείλη μου τὸ ἅγιο χέρι του, ποὺ ἄγγιξε τὴν πλευρὰ τοῦ Κυρίου, νὰ νευρώσῃ τὴ γλῶσσα μου, γιὰ νὰ σὰς ἐξηγήσῃ ὅσα ποθῆτε. Κι ἐγὼ παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὶς πρεσβεῖες τοῦ ἀποστόλου καὶ μάρτυρα Θωμᾶ διαλαλῶ τὴν πρώτη του ἀπιστία καὶ τὴν ὕστερη ὁμολογία, ποὺ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας κρηπίδα καὶ θεμέλιο. Ὅταν μπῆκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάς του, ἐνῷ οἱ πόρτες ἦσαν κλεισμένες καὶ βγῆκε πάλι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὁ Θωμᾶς ἔλειπε μονάχα. Ἦταν κι αὐτὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ μαθητοῦ νὰ προξενήσῃ περισσότερη ἀσφάλεια καὶ βεβαιότητα. Γιατὶ ἂν ἦταν μαζὶ ὁ Θωμᾶς, δὲ θὰ εἶχε βέβαια ἀμφιβολία· κι ἂν δὲν εἶχε ἀμφιβολία, δὲν θὰ ζητοῦσε μ᾿ ἐπιμονή· καὶ ἂν δὲν ζητοῦσε, δὲ θὰ ψηλαφοῦσε· ἂν ὅμως δὲν ψηλαφοῦσε, δὲ θὰ ὡμολογοῦσε τὸν Κύριο καὶ Θεὸ κι ἂν δὲν ὡμολογοῦσε Κύριο καὶ Θεό, τὸ Χριστό, δὲ θὰ εἴχαμε ἐμεῖς διδαχθῆ νὰ τὸν δοξολογοῦμε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ὥστε μὲ τὴν ἀπιστία του ὁ Θωμᾶς μᾶς ποδηγέτησε πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ ὅταν ᾖρθε ὕστερα σταθεροποίησε τὴν πίστη μας. Έλεγαν λοιπὸν οἱ μαθηταὶ στὸ Θωμᾶ ὅταν ᾖρθε. Ἔχομε δεῖ τὸν Κύριο, ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε· ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια· καὶ βρήκαμε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων νὰ λάμπῃ μέσα στὰ πράγματα. Ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε· σὲ τρεῖς ἡμέρες σηκώνομαι, κι ἀφοῦ εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας τὴν ἀνάσταση προσκυνήσαμε αὐτὸν ποὺ ἀναστήθηκε. Τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς λέῃ «εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς», κι ἀλλάξαμε τὸ σκοτισμὸ τῆς λύπης σὲ γαλήνια χαρά. Εἴδαμε τὰ χέρια του ποὺ δέχτηκαν τὶς αἰχμὲς τῶν καρφιῶν, εἴδαμε τὰ χέρια ποὺ κατηγοροῦν τὴ λύσσα τῶν θεομάχων σκυλιῶν, εἴδαμε τὰ χέρια ποὺ ὕφαναν τὴν ἀφθαρσία μας. Εἴδαμε καὶ τὴν πλευρὰ ποὺ κραυγάζει καθαρώτερα ἀπὸ κάθε κήρυκα τὴν καλωσύνη τοῦ πληγωμένου. Εἴδαμε τὴν ἴδια τὴν πλευρά, ποὺ οἱ ἄγγελοι ὑμνοῦν καὶ οἱ πιστοὶ σέβονται καὶ οἱ δαίμονες τρέμουν. Δεχτήκαμε καὶ τὴ θεϊκὴ πνοὴ ἀπὸ τὸ θεϊκὸ στόμα του, φύσημα πνευματικό, φύσημα ποὺ σκορπίζει κάθε χάρη. Ὁ ἐξουσιαστὴς ἔδωσε καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἐξουσία νὰ συγχωροῦμε τὰ σφάλματα. Ἀποκτήσαμε τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμε τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε τέτοια ἐντολή. Ἂν ἀφήσετε τὶς ἁμαρτίες μερικῶν, ἀφήνονται· ἂν μερικῶν τὶς κρατήσετε, κρατοῦνται. Τέτοια βαθειὰ χαρὰ πήραμε ἀπ᾿ τὸ Σωτῆρα, τέτοια δῶρα ἀπολαύσαμε. Ἀδύνατο νὰ μὴν πλουτίσωμε, ἀφοῦ μας ἔτυχε τέτοιος Κύριος. Ἔμεινε φτωχὸς μόνο αὐτὸς ποὺ δὲ βρέθηκε μαζί μας. Κι ὁ Θωμᾶς τί τοὺς εἶπε. Ἔχετε δεῖ τὸν Κύριο; Καλά. Αὐτὸν ποὺ εἴδατε λοιπὸν νὰ τὸν σέβεστε πιὸ πολύ. Αὐτὸν ποὺ παρατηρήσατε, νὰ τὸν κηρύττετε ἀδιάκοπα. Ἐγὼ ὅμως, ἂν δὲ δῶ μέσα στὶς παλάμες του τὰ ἴχνη τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ δάχτυλό μου στὸ σημάδι ἀπ᾿ τὰ καρφιὰ καὶ δὲ βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲ θὰ πιστέψω. Κι ἐσεῖς δὲ θὰ πιστεύατε, ἂν δὲν βλέπατε πρῶτα· ἔτσι κι ἐγὼ ἂν δὲν ἰδῶ δὲ θὰ πιστέψω». Μεῖνε, Θωμᾶ, σταθερὸς στὸν πόθο σου αὐτόν, μεῖνε σταθερός με ἐπιμονή, γιὰ νὰ δῇς ἐσὺ καὶ νὰ βεβαιωθῇ ἡ ψυχή μου. Μεῖνε σταθερός, ζητώντας αὐτὸν ποὺ εἶπε, «Ζητᾶτε καὶ θὰ βρῆτε». Μὴν προσπεράσης ἁπλῶς, ἐρευνώντας, ἂν δὲν εὕρῃς τὸ θησαυρὸ ποὺ ζητᾷς, χτύπα μ᾿ ἐπιμονὴ τὴν πόρτα τῆς ἀναντίρρητης γνώσης, ὥσπου νὰ σοῦ τὴν ἀνοίξῃ αὐτὸς ποὺ εἶπε «χτυπᾶτε καὶ θὰ σᾶς ἀνοίξω». Ἀγαπῶ τὸ διχασμὸ τῶν λογισμῶν σου, γιατί κόβει κάθε διχασμό. Ἀγαπῶ τὴ φιλομάθειά σου, γιατί κόβει σύρριζα κάθε φιλονεικία. Μὲ χαρὰ ἀκούω πολλὲς φορὲς τὰ λόγια σου· ἂν δὲ δῶ στὰ χέρια του τὸ σημάδι ἀπ᾿ τὰ καρφιά, δὲ θὰ πιστέψω. Γιατί σὺ ἀπιστεῖς κι ἐγὼ μαθαίνω νὰ πιστεύω. Ἐσὺ σκάβεις μὲ τὸ δικέλλι τῆς γλώσσας τὸ θεῖο σῶμα, κι ἐγὼ θερίζω ἄκοπα τὸν καρπὸ καὶ τὸν μαζεύω γιὰ μένα. Ἂν δὲν ἰδῶ μ᾿ αὐτά μου τὰ μάτια μέσα στ᾿ ἅγια του χέρια, τ᾿ αὐλάκια ποὺ σὰν μὲ ἀλέτρι χάραξαν οἱ ἀσεβεῖς, μὲ κανένα τρόπο δὲ θὰ συμφωνήσω μὲ τὰ λόγιά σας. Ἂν δὲ βάλω αὐτό μου τὸ δάχτυλο στὶς λακκοῦβες τῶν καρφιῶν, δὲ θὰ δεχτῶ τὸ καλὸ μήνυμά σας. Ἂν δὲν κρατήσω μ᾿ αὐτό μου τὸ χέρι τὴν πλευρὰ ἐκείνη, ποὺ ἀνύποπτη μαρτυρεῖ τὴν ἀνάσταση, δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω τὴ γνώμη σας. Γιατί κάθε λόγος εἶναι ἰσχυρὸς καὶ βέβαιος, ἂν δεχτῇ τὴ συνηγορία ὅλων τῶν πραγμάτων· καὶ κάθε λόγος ποὺ δὲν ἔχει τὴ μαρτυρία τῶν ἔργων εἶναι χωρὶς σημασία καὶ ἀπὸ τὸ στόμα στὸν ἀέρα χάνεται. Θὰ κηρύξω στοὺς ἀνθρώπους τὰ θαύματα τοῦ Δασκάλου. Πῶς λοιπὸν μὲ τὰ λόγια νὰ πῶ αὐτὰ ποὺ δὲν ἀντιλήφθηκα μὲ τὰ μάτια μου; Πῶς θὰ κάνω τοὺς ἄπιστους νὰ πιστέψουν, αὐτὰ ποὺ μήτε ἐγὼ δὲν τἄχω παρακολουθήσει; Νὰ πῶ στοὺς Ἰουδαίους καὶ στοὺς Ἕλληνες ὅτι ἔχω δεῖ τὸν Κύριό μου νὰ τὸν σταυρώνουν. Δὲν τὸν εἶδα ὅμως νὰ ἔχει ἀναστηθῇ ἀλλὰ μόνο ἄκουσα. Καὶ ποιὸς δὲν θὰ περιπαίξῃ τὰ λόγια μου; Ποιὸς δὲ θὰ δείξη περιφρόνηση στὸ κήρυγμά μου; Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ν᾿ ἀκούσῃς κάτι καὶ ἄλλο νὰ τὸ δῇς, ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀφήγηση λόγων κι ἄλλο ἡ θέα καὶ ἡ ἐμπειρία τῶν πραγμάτων. Ἔτσι ἐπειδὴ ὁ Θωμᾶς εἶχε ἀμφίβολη γνώση, σὲ ὀχτὼ μέρες ὁ Δεσπότης ξαναῆρθε πάλι στοὺς μαθητάς του ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι μαζί. Ἄφησε πρῶτα νὰ κατηχηθῆ ὁ Θωμᾶς ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς του στὶς ἐνδιάμεσες μέρες. Παραχώρησε νὰ φλογιστῇ ἀπὸ τὴ δίψα νὰ τὸν ἀντικρύσῃ. Κι ὅταν ἡ ψυχή του ἄναψε ἀπὸ τὸν σφοδρὸ πόθο τῆς θέας του, τότε στὴν ὥρα πάνω ὁ ποθητὸς βρῆκε αὐτόν, ποὺ τὸν ποθοῦσε. Ὅμοια, ὅπως καὶ πρῶτα, μὲ κλεισμένες τὶς πόρτες τὸ ἔκανε αὐτὸ καὶ ξανά, ὅπως καὶ πρῶτα, τοὺς εἶπε· «εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς», γιὰ νὰ ταυτιστῇ τὸ πρᾶγμα μὲ τὸ θαῦμα καὶ γιὰ νὰ βεβαιώσῃ τὸ λόγο τῶν ἀποστόλων καὶ γιὰ νὰ παραστήσῃ τὴν ἀκρίβεια τοῦ δεύτερου ἐρχομοῦ του. Ἔπειτα εἶπε στὸ Θωμᾶ. Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου. Τί ὕψος ἀπέραντης φιλανθρωπίας! Τί πέλαγος ἀμέτρητης συγκαταβάσεως! Δὲν περίμενε τὴν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ, δὲν περίμενε νὰ πλησιάσῃ αὐτὸς ποὺ εἶχε ἀνάγκη, νὰ παρακαλέσῃ καὶ νὰ ἐπιτύχῃ ὅτι ἤθελε. Μήτε γιὰ λίγο δὲν τὸν στέρησε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ ἀγαπημένος αὐτὸν ποὺ τὸν ἀγαποῦσε μὲ τὴ βία τραβοῦσε κοντά του, ὁ ἴδιος ἔσυρε στὴν πληγὴ τὸ δάχτυλο ἐκείνου ποὺ εἶχε τὸν πόθο, ὁ ἴδιος με τὴ δεσποτικὴ γλῶσσα του, τράβηξε τὸ δουλικὸ χέρι λέγοντας σ᾿ αὐτόν. Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου. Ἄκουσα, Θωμᾶ, ἀπὼν σὰν ἄνθρωπος ἀλλὰ παρὼν σὰν Θεός, ὅ,τι εἶπες στοὺς ἀδελφούς σου. Ἤμουν κοντά σας μὲ τὴ θεϊκότητά μου καὶ χώρια σας μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση μου. Θέλεις νὰ σοῦ ὑπενθυμίσω τὰ λόγια ποὺ εἶπες προηγουμένως; Δὲν εἶπες, ἂν δὲ δῶ μέσα στὰ χέρια τοῦ τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ δάχτυλό μου στὰ σημάδια τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲ θὰ πιστέψω; Δὲ βγῆκαν ἀπὸ τὰ χείλη σου τὰ λόγια αὐτά; Τὰ λόγια αὐτὰ δὲ ἀνταποκρίνονται στοὺς λογισμούς σου; Γι᾿ αὐτὸ ξαναῆλθα· γιὰ νὰ μὴν ἀμφιβάλλῃς. Γι᾿ αὐτὸ εἶμαι κοντὰ σας δεύτερη φορά, γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμεῖς ἔχω φτάσει καὶ τώρα ᾖρθα γιὰ σένα, τὸν ἕνα, ἐγὼ ποὺ γιὰ τὸ χαμένο πρόβατο κατέβηκα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς χωρὶς ἐν τούτοις νὰ τοὺς ἀφήσω. Μὴ διστάσῃς λοιπὸν νὰ μάθῃς ὅ,τι ποθεῖς, μὴν ντρέπεσαι νὰ κοιτάξῃς καλὰ ὅ,τι θέλεις. Μὴν ἀποφύγῃς νὰ βάλῃς τὸ δάχτυλό σου στὰ ἴδια τὰ χέρια μου. Ἀνέχομαι καὶ τὰ περίεργα δάχτυλα, ὅπως ἀνέχτηκα τὰ καρφιά. Ὑπομένω τὴν περιέργεια τοῦ φίλου, ὅπως ὑπόμεινα τὴν κακία τῶν ἐχθρῶν. Μὲ σταύρωσαν οἱ ἐχθροί μου καὶ δὲν ἀγανάκτησα καὶ δὲ θὰ ὑποφέρω τὴν δική σου ἐξέταση; Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου, ποὺ τραυματίστηκαν γιὰ σᾶς, γιὰ νὰ θεραπεύουν τὰ χτυπήματα τῶν δικῶν σὰς ψυχῶν. Ἰδὲς τὰ χέρια μου καὶ συλλογίσου ἂν εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ θεληματικὰ σταυρώθηκε ἡ κάποιος ἄλλος. Ἰδὲς τὰ χέρια μου, ποὺ ἄφησα νὰ διατηροῦν τὰ σύμβολα τῆς Ἑβραϊκῆς μανίας κι ὅταν μὲ τὴ συνηθισμένη ἀναίδειά τούς μοῦ ποῦν οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως ὅτι ἐμεῖς Κύριε, δὲ σὲ σταυρώσαμε, τότε θὰ δείξω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μὲ πολέμησαν, τὰ χέρια μου μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφὴ καὶ θὰ ντροπιάσω τοὺς Ἑβραίους μόλις τ᾿ ἀντικρύσουν. Ἰδὲς τὰ χέρια μου, καὶ τὸ ἀληθινὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεώς μου μὴ νομίσῃς πῶς εἶναι μία φαντασία. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ὁμήρους γιὰ τὸν ξαναγεννημό σας. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ἐνέχυρα γιὰ τὴν ἀνάστασή σας μέσα ἀπὸ τὸν τάφο. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ἄγκυρα ποὺ ἔπεσε στὸ βυθὸ τοῦ Ἅδη. Καμμιὰ χειμωνιὰ τῆς ζωῆς μὴ φοβηθῇς, καμμιὰ ζάλη τοῦ κόσμου ἂς μὴ σὲ ζαλίσῃ. Μὴ φοβηθῇς τὸ φύσημα τῶν ἀντιθέτων ἀνέμων, ἂς μὴ σὲ ἀνησυχήσουν οἱ καταιγίδες κι οἱ σκόπελοι τῆς θάλασσας τῶν ἐχθρῶν. Πέρνα μὲ θάρρος τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, ταξίδευε κρατώντας τὴν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος, ταξίδευε ἔχοντας μπροστά σου σὰν λιμάνι τὸν οὐρανό. Ταξίδευε καὶ νὰ φοβᾶσαι μόνο τῆς ἀρνήσεώς μου τὸ ναυάγιο. Περιγέλα τὸ θάνατο σὰ νεκρό, περίπαιζε τὴ φθορὰ σὰν ἀνίσχυρη. Ἀποδέχου γιὰ χάρη μου τὸ τέλος τῆς ζωῆς σὰν ἀρχὴ μιᾶς πιὸ ἐσωτερικῆς ζωῆς καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Ἄντλησε μὲ τὸ χέρι σου ἀπὸ τὴ βρύση αὐτὴ τῆς ζωῆς τὸ νᾶμα ποὺ ποθεῖς, τὴ δίψα σου ἀνακούφισε. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Βάλε τὸ χέρι στὸ ἰατρεῖο τῆς πλάσης καὶ βγάλε τὸ φάρμακο τῆς ἐπιθυμίας σου. Δέχομαι ἄγγιγμα χεριοῦ ποὺ μ᾿ ἀγαπᾷ ἐγὼ ποὺ δέχτηκα τὴν πληγὴ τῆς λόγχης. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου, γιὰ νὰ μπορεῖς ν᾿ ἀγωνίζεσαι γι᾿ αὐτήν, γιὰ νὰ μπορεῖς ν᾿ ἀποκριθῇς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια, ὅτι μὲ εἶδες μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ μ᾿ ἀναγνώρισες καὶ μὲ ψηλάφησες προσεκτικά. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Γιὰ σένα τὴν ἄφησα ἔτσι ἐγὼ ποὺ θεράπευσα τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων. Πρόβλεψα σὰν Θεὸς ὅτι θὰ θελήσῃς νὰ τὴ δῇς ἔτσι καὶ βλέποντας τ᾿ ἀχνάρια τοῦ πάθους στὴν σάρκα μου θέλησα νὰ θεραπεύσῃς τὸ πάθος τῆς ψυχῆς σου. Φέρε τὸ χέρι σου, καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου ποὺ τὴ φύλαξα ἔτσι μὲ κάποιο σκοπό. Ὅταν γυρίσω πάλι ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθίσω σὲ θρόνο κριτὴς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν νὰ ἰδοῦν οἱ Ἑβραῖοι κατάματα τὰ ἔργα τῆς κακίας τους καὶ μόνοι τους ν᾿ αὐτοδικαστοῦν - καὶ μὴ φανῇς ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. Κακὸ ἡ ἀπιστία, κάνει τὸν νοῦ νὰ βουλιάξῃ. Ἢ πίστη τὸν ἀναρπάζει στὸν οὐρανό. Ἡ ἀπιστία τυφλώνει τὴν ψυχή. Ἡ πίστη σκορπᾷ τὸ φῶς της στοὺς λογισμούς. ἡ πίστη καὶ τὰ ἀόρατα κατακάθαρα βλέπει, ὁ ἄπιστος εἶναι σ᾿ ἄγνοια ὁλοκληρωτική. Μὴ γίνῃς ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. Παραμέρισε τὸ νέφος τῆς ἀπιστίας καὶ κοίταξε τὶς καθαρὲς ἀκτῖνες τῆς πίστης. Γίνου μέσα σὲ ὅλους ἄξιος ἀπόστολος τῆς θεότητάς μου. Γίνου τέτοιος ὅπως πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ συνάντησε καὶ εἶδε τέτοια ὅπως ἐσύ. Ὅμοια μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους σὲ κάλεσα, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς σὲ τίμησα, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς ὁπλίσου. Ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς εἶδες ὅ,τι εἶδαν, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς σὲ ἐμπιστεύθηκα σὰ φίλο, ὅλο μου τὸ μυστήριο, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς κήρυξε τὴ δύναμή μου. Μὴν πῶς πάλι, ἀφοῦ μὲ εἶδες μία φορά. Ἂν δὲ δῶ πάλι στὰ χέρια του τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν δὲ θὰ πιστέψω. Ὅσο εἶμαι μαζί σας ἄφησε ἐλεύθερη, ὅπως θέλεις, τὴν περιέργειά σου. Ὅσο ἔχεις δίπλα σου τὸ οὐράνιο κλῆμα ὅλα τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ σταφύλια τοῦ ἐρεύνησε. Θ᾿ ἀνεβῶ στοὺς οὐρανούς, ἀπ᾿ ὅπου ᾖρθα στὴ γῆ, θ᾿ ἀνεβῶ, ὅπου εἶμαι. Θ᾿ ἀνεβῶ μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση μου ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου γιὰ χάρη σὰς κατέβηκα μὲ τὴ θεία μου φύση. Θ᾿ ἀνεβῶ μ᾿ αὐτό μου τὸ σῶμα, ἂν καὶ χωρὶς αὐτὸ ᾖρθα ἀπὸ κεῖ κι ἔμεινα ἐκεῖ πέρα. Θ᾿ ἀνεβῶ στοὺς κόλπους τοὺς πατρικοὺς μὲ τὴ δική σας φύση, ἂν καὶ εἶμαι στοὺς κόλπους τοῦ πατέρα. Τελείωσα τὸ ἔργο μου γιὰ χάρη τοῦ ἔκανα αὐτὴ τὴν πορεία. Ἀφοῦ ἄγγιξε λοιπὸν ὁ Θωμᾶς τὰ χέρια τοῦ Κυρίου καὶ τὴ θεία πλευρὰ γέμισε ἀπὸ δειλία καὶ ἀπὸ χαρὰ μαζὶ βλέποντας αὐτὰ ποὺ ἐπιθύμησε καὶ ἀμέσως ξεσπᾷ σὲ ὕμνο τοῦ Κυρίου κραυγάζοντας. Κύριέ μου καὶ Θεέ μου. Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός. Σὺ εἶσαι ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ φιλάνθρωπος. Σὺ εἶσαι ξενόφερτος καὶ παράξενος γιατρὸς τῆς πλάσης. Δὲν κόβεις μὲ τὸ νυστέρι τ᾿ ἄρρωστα μέλῃ, δὲν καῖς μὲ τὴ φωτὰ τὶς πληγές, δὲν μαζεύεις ἀπ᾿ τὰ βοτάνια τὴν δύναμη τῶν φαρμάκων σου, δὲ δένεις μὲ ὁρατοὺς ἐπιδέσμους τὶς πληγὲς ποὺ μᾶς ἀφανίζουν. Διαθέτεις ἀόρατους ἐπιδέσμους ἀγάπης, ποὺ ἀόρατα τονώνουν τὰ καταπονημένα μέλη. Ἔχεις λόγο ποὺ εἶναι πιὸ κοφτερὸς ἀπὸ τὸ μαχαῖρι. Ἔχεις λόγο πιὸ δυνατὸ ἀπ᾿ τὴ φωτιά. Ἔχεις βλέμμα ἀπ᾿ τὸ φάρμακο πιὸ ἁπαλό. Σὰν δημιουργὸς ἁγιάζεις χωρὶς κόπο τὸ δημιούργημά σου, σὰν πλάστης χωρὶς νὰ κουραστῇς μεταπλάθεις τὰ πλάσματά σου. Σὺ κατὰ τὸ θέλημά σου τοὺς λεπροὺς καθάρισες, τοὺς κουτσούς τους ἔκανες νὰ τρέχουν, τοὺς παράλυτους νὰ σηκώνουν τὰ κρεβάτια τους, τοὺς γεννημένους τυφλοὺς τοὺς προστάζεις νὰ πετάξουν μὲ νίψιμο τὸ σκοτάδι. Ἐξώρισες τοὺς δαίμονες ἀπ᾿ τὰ δημιουργήματά σου, μὲ θέλημά σου πιάστηκες ἀπ᾿ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἑβραίους, τὰ πάντα δέχτηκες γιὰ μένα στὸ σῶμα σου. Ὦ Κύριε καὶ Θεέ μου. Ἀναγνώρισα τὸν Κύριό μου, ἀναγνώρισα τὸν ἁλιέα καὶ φύλακά μου, ἀναγνώρισα τὸ βασιλιὰ καὶ Κύριό μου. Ὦ Κύριέ μου καὶ Θεέ μου. Πιστεύω Κύριε στὴν οἰκονομία σου, πιστεύω στὴν συγκατάβασή σου, πιστεύω στὴν ἀνάληψη ἀπὸ μέρους σου τῆς φροντίδας μου, πιστεύω στὸν προσκυνητό σου σταυρό, πιστεύω στὰ παθήματα τῆς σάρκας σου, πιστεύω στὸν τριήμερο θάνατό σου, πιστεύω στὴν ἀνάστασή σου. Λοιπὸν δὲν ἔχω πιὰ περιέργεια. Πιστεύω, δὲν κάνω πιὰ ἔλεγχο. Πιστεύω, δὲν στήνω πιὰ τὴ ζυγαριὰ τοῦ νοῦ. Πιστεύω, δὲν ἔχω πιὰ περιέργεια. Πιστεύω στὰ μάτια μου καὶ στὰ χέρια μου. Μὲ δίδαξαν αὐτὰ ποὺ εἶδα νὰ μὴν κάνω ἔλεγχο. Ψηλάφησα κι ἔμαθα νὰ προσκυνῶ ὄχι νὰ φιλονικῶ. Ἕνα Κύριο καὶ Θεὸ γνωρίζω, τὸν Κύριό μου Χριστό. Ἂς εἶναι δεδοξασμένος καὶ δυνατὸς στοὺς αἰῶνες.

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

ΠΩΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟ ΜΑΣ ΣΩΜΑ;

Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος 
Λέγει ο Απόστολος Παύλος στους Κολοσσαείς: «όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν ούτω φανερωθήσεσθε εν δόξη». Και στην προς Φιλιππησίους επιστολή τονίζει ότι: «το σώμα της ταπεινώσεως ημών» θα το «μετασχηματίσει» ο Κύριος, ώστε να γίνει «σύμμορφον τω σώματι της δόξης του Θεού». Η εν δόξη φανέρωση του ανθρώπου σημαίνει πρώτον μεταμόρφωση του σώματός του, αλλαγή της μορφής του. Θα αποκτήσει ο κάθε άνθρωπος σώμα «ετέρας μορφής» σαν το αναστημένο σώμα του Χριστού. Αυτή είναι η πρώτη φανέρωση· η ετερότητα της μορφής, η αλλαγή της μορφής και του σώματος του κάθε ανθρώπου.
Το σώμα μας «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία· σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη· σπείρεται εν ασθενεία, εγεί¬ρεται εν δυνάμει· σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευ¬ματικόν. Άρα, το αναστημένο σώμα θα είναι άφθαρτο, δοξασμένο, δυνατό και πνευματικό. Παρά ταύτα, θα είναι το «αυτό και ουκ αυτό», και, ενώ θα παρουσιάζει ιδιότητες διαφορετικές, θα διατηρεί γνωρίσματα της έπη της γης παρουσίας του.
Ο Κύριος απέκτησε ένα σώμα μετά την Ανάσταση το οποίο είχε μια ιδιάζουσα λεπτότητα· παρουσιαζόταν ενώπιον των μαθητών Του στο υπερώον «των θυρών κεκλεισμένων» και γινόταν άφαντος, ενώ συνομιλούσε μαζί τους. Μετείχε τροφής «οικονομικώς», ενώ δεν είχε ανάγκη να συντηρηθεί. Το έκανε αυτό ο Κύριος, γιατί είχαν ανάγκη οι απόστολοι να πιστέψουν. Εψηλαφείτο και δεν ήτο απτόμενος. Ενώ προέτρεψε τον απόστολο Θωμά και τους άλλους αποστόλους να τον ψηλαφήσουν, στην αγία Μαρία την Μαγδαληνή είπε «μη μου άπτου». Το αναστημένο σώμα του Χριστού παρουσιάζει ιδιώματα ιδιάζουσας λεπτότητος.
Κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «το σώμα του Χριστού, μετά την ανάστασιν, αν και έγινεν απαθές και άφθαρτον, μ’ όλον τούτο δεν ετράπη εις ασωματότητα, ουδέ απέβαλεν όλα τα φυσικά του ιδιώματα, ήτοι το ποσόν, το ποιόν, το είναι εν είδει, το τριχή διαστατόν και το περιγραπτόν εν τόπω και περιοριστόν».
Αυτά τα ιδιώματα θα έχει και το ανθρώπινο σώμα στην βασιλεία του Θεού. Σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, «ενώ κατά την παρούσαν κατάστασιν των ανθρώπων η νοερά ψυχή καλύπτεται υπό της παχύτητος της σαρκός, κατά την μέλλουσαν κατάστασιν τα σώματα των αγίων θα εκλεπτυνθούν και θα εκπνευματωθούν κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να καταστούν άυλα».
Το αναστημένο σώμα του Κυρίου έχει κι άλλα στοιχεία. Φέρει επάνω Του τα στίγματα του σταυρού, τους τύπους των ήλων και την ουλή από τον λογχισμό. Σχολιάζοντας ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας το «όψονται εις ον εξεκέντησαν» λέγει: «ότε γαρ έρχεται κρίναι, τότε όψονται αυτόν εν σώματι κρείττονι και θεοειδεοτέρω και γνωριούσιν οι εκκεντήσαντες και όψονται». Σύμφωνα με το όραμα της Αποκαλύψεως, ο Κύριος εμφανίζεται επί του υπερουρανίου θυσιαστηρίου ως «αρνίον εστηκός ως εσφαγμένον», με τα ίχνη και τα σημάδια της παλαιάς Του σφαγής, τα οποία προβάλλει στον Πατέρα Του, ως παράσημα, όταν ως αρχιερεύς μεσιτεύει υπέρ ημών.
Κατά ανάλογο τρόπο, το αναστημένο ανθρώπινο σώμα στην βασιλεία του Θεού θα έχει ετερότητα κατά τήν μορφή, θα παρουσιάζει όμως και στοιχεία ομοιότητος με το φυσικό σώμα θα έχει τα αποτυπώματα εξ αυτής της ζωής τα οποία εκφράζουν την χάρι τοθ Θεού και την πίστη του ανθρώπου. Έτσι, ένας μάρτυρας θα διατηρήσει τις ουλές του μαρτυρίου του για να δοξάζουν το όνομα του Τριαδικού Θεού στην βασιλεία των ουρανών, θα υπάρχουν τα στίγματα αυτά της πίστεως, όπως και οι αποτυπώσεις της ασκήσεως των οσίων ασκητών, που αποτελούν άλλη μια έκφραση εξαγιασμού του σώματος.
Κατ’ αναλογίαν, σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο, οι ψυχές των αμαρτωλών θα περιφέρουν στον άδη τα στίγματα των αμαρτιών: «οι τα φαύλα πράξαντες εις ονειδισμόν και αισχύνην αναστήσονται ενορώντες εν αυτοίς το αίσχος και τους τύπους των ημαρτημένων».
Επί πλέον, τα αναστημένα σώματα θα αποκτήσουν τα ιδιώματα του πρώτου Αδάμ, όπως δημιουργήθηκε και πλάστηκε στον αρχέγονο παράδεισο. Δεν θα έχουν την παχύτητα της πτώσεως, το στοιχείο της κοπώσεως, της πείνας της δίψας, την ανάγκη του ύπνου, ακόμη και το ιδίωμα του φύλου, αλλά θα υπάρχει μία κατάσταση που θα προσιδιάζει περισσότερο με την κατάσταση των αγγέλων, θα υπενθυμίζει την προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου και θα αποτελεί την κατάσταση της δόξας του Θεού και του ανθρώπου. Όπως λέγουν οι Πατέρες και υπαινίσσεται το βιβλίο της Αποκαλύψεως, μόνον τα σημάδια της χάριτος, οι αποδείξεις του μαρτυρίου ή οι επιβεβαιώσεις της αγάπης θα κοσμούν τα αναστημένα σώματά μας.

Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί και απάντηση σε όσους σχολαστικά εκφράζουν ενδοιασμούς για το τι θα συμβεί με τα αναστημένα σώματά μας σε περίπτωση δωρεάς οργάνων και μεταμοσχεύσεως. Αν η πράξη αυτή αποτελεί έκφραση αγάπης, ανιδιοτελούς προσφοράς στον αδελφό και αυταπάρνησης, τότε όχι μόνον δεν θα προκαλέσει σύγχυση ανίερης παρέμβασης, αλλά θα είναι αποτυπωμένη αιωνίως στα πνευματικά μας σώματα ως απόδειξη επιστροφής στην κατάσταση του πρώτου Αδάμ. Καθώς βεβαιώνει ο Μέγας Αθανάσιος, «ο αποθανών λελωβημένος, υγιής ανίσταται» στην βασιλεία του Θεού.
Το αναστημένο σώμα θα έχει επίσης οικειότητα με την αιωνιότητα, με την αφθαρσία και με την αθανασία. Ο καθένας που πέρασε από αυτόν τον κόσμο στην βασιλεία του Θεού θα ζει με πολλή φυσικότητα την κατάργηση του χρόνου και την αιωνιότητα, την κατάργηση της φθοράς και τήν κατάσταση της αφθαρσίας, την κατάργηση του θανάτου και την κατάσταση της αθανασίας, την ελευθερία από την αμαρτία.
Πρόγευση, απόδειξη και μαρτυρία αυτής της καταστάσεως διακρίνει κανείς στα σώματα των αγίων, όταν απεργάζονται υπερφυσικά θαύματα και σημεία, όταν αναδίδουν μια υπερβατική ευωδία, χωρίς καν να λούζονται, όταν παρουσιάζουν ευρωστία ή και μακροζωία παρά την αυστηρή άσκηση, νηστεία και συχνά κακουχία και ασιτία. Το ίδιο και τα άγια λείψανα- αναδίδουν ζωή όντας νεκρά.
Δείγμα επίσης της καταστάσεως της δόξης των σωμάτων μπορούμε να λάβουμε από περιστατικά αγίων, το σώμα των οποίων παρουσίασε αλλοιώσεις λίγο προ του θανάτου τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου, όπως αυτό παρουσιάζεται στην περιγραφή του μαρτυρίου του, στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων: «και ατενίσαντες εις αυτόν πάντες οι καθεζόμενοι εν τω συνε¬δρίω, είδον το πρόσωπον αυτού ωσεί πρόσωπον αγγέλου». Παρόμοιο περιστατικό αναφέρεται στο συναξάριο του οσίου Σισώη, όπως και στην ζωή του Αββά Παμβώ. Εκτενής αναφορά γίνεται για την λαμπρότητα, ωραιότητα και ιερότητα του σκηνώματος της Υπεραγίας Θεοτόκου από τους λόγους των Πατέρων στην Κοίμηση της Θεοτόκου και τα σχετικά υμνολογικά κείμενα.
Επίσης, κατ’ αναλογίαν προς το σώμα του Κυρίου, του «οποίου η σάρξ διαφΘοράν ουκ είδε» και αναλήφθηκε στους ουρανούς, στην εκκλησιαστική παράδοση και αγιογραφική ιστορία αναφέρονται περιπτώσεις δικαίων και αγίων τα σώματα των οποίων μετέστησαν, δεν γεύθηκαν την φθορά (π.χ. ο Ενώχ, ο Ηλίας, η Θεοτόκος, ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος). Σε ορισμένες δε περιπτώσεις και εν ζωή, κατά το πρότυπο του Κυρίου, υπερβαίνουν τους φυσικούς νόμους και λειτουργούν στους νόμους της χάριτος (ο Πέτρος βαδίζει επί των κυμάτων, οι απόστολοι διενεργούν θαύματα, τα σώματα αγίων ευωδιάζουν εν όσω ακόμη ζουν κ.λπ.).
Η Εκκλησία τιμά τα σώματα και εν ζωή και μετά τον θάνατο. Ο πνευματικός πλούτος και θησαυρός της διαφυλάσσεται στα ιερά θυσιαστήρια, τις λειψανοθήκες και τα οστεοφυλάκια. Στα πρώτα επιτελείται το μυστήριο -μας προκύπτει ο Θεός-, από τα δεύτερα προχέεται η χάρις των αγίων -αναδύεται η Εκκλησία- και τα τρίτα αποτελούν το πανεπιστήμιο της εν Χριστώ φιλοσοφίας, το εργαστήριο της μνήμης του θανάτου -αφυπνίζεται το πρόσωπό μας. Και τα τρία περιέχουν λείψανα. Και τα τρία υφίστανται στην πνευματική παράδοση και ζωή της Εκκλησίας μας για να υπενθυμίζουν την ύπαρξη, την ζωντάνια, την ετερότητα των αναστημένων σωμάτων και την ιδιάζουσα σχέση τους με την ψυχή, αφού τα μεν οστά των κεκοιμημένων αναμένουν την κατά το όραμα του προφήτου Ιεζεκιήλ ανάστασή τους, τα δε των αγίων αποδεικνύουν την ζωή τους με την χάρι που προχέουν.
(Νικολάου, Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, «Αλλήλων μέλη», Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, σ. 164-170)