Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

ΥΠΑΠΑΝΤΗ

Η Υπαπαντή του Χριστού
του μακαριστού Μητροπολίτου Σουρόζ
 (†)Αντωνίου Bloom 
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡμέρα Κυρίου», ἐκδ. Ἀκρίτας

Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτή ριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ» (Λκ. 2. 29 32)

Tὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Συμεών σημειώνουν τὸ τέλος μιᾶς μακρᾶς περιόδου, χιλιάδων χρόνων κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν χωρὶς τὸ Θεό· εἶχαν περάσει χιλιά δες χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ἀδὰμ εἶχε χύσει τὸ πρῶτο του δάκρυ, ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε θρηνήσει γιὰ πρώτη φορὰ πάνω στὴ γῆ ἐκείνη στὴν ὁποία δὲν εὕρισκες πιὰ τὸ Θεὸ ἀνάμεσα στὰ πλάσματά Του.

Ὁλόκλη ρη ἡ γῆ, ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ποθοῦσε τὴν ἡμέρα ἐκείνη ποὺ ἐπιτέλους θὰ συναντοῦσε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸ Θεό του πρόσωπο μὲ πρόσωπο. Νά λοιπὸν ποὺ ἡ μέρα ἐκείνη εἶχε φτάσει: ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος μέσα σὲ μιὰ φάτνη στὴ Βηθλεέμ· ὁ Αἰώνιος μπῆκε μέσα στὸ χρόνο· ὁ Ἀπεριχώρητος καὶ Ἀτελεύτητος ὑπάχθηκε στοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστῆς μας κατάστασης.

Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἁγιότητα μπῆκε στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας τὴ μέρα τοῦ βαπτίσματός Του μὲ τὸ νὰ βυθιστεῖ στὰ φοβερὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη μέσα στὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀποπλύνει τὰ ἁμαρτήματά τους· βυθίστηκε στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ σὰν μέσα στὰ νεκρὰ νερὰ τῆς μυθολογίας καὶ τῶν παραμυθιῶν καὶ βγῆκε φορτισμένος μὲ τὴ νέκρα καὶ τὴ θνητότητα τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους εἶχε ἔλθει νὰ σώσει.

Σήμερα θυμόμαστε τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου, τὴ συνάντησή Του μὲ τὸ πρῶτο πρόσωπο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Μητέρα Του, τὸ ὁποῖο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Τὸν εἶχε διαισθανθεῖ ὡς Θεό. Ἡ τραγωδία τῆς ἀποστέρησης τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποία βρίσκουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο ἔχει τελειώσει· ὁ Κύριος εἶναι μαζὶ μὲ τὸ λαό Του·  ἡ πληρότητα τῆς Θεότητας κατοικεῖ πάνω στὴ γῆ αὐτή.

Μιὰ νέα ὅμως τραγωδία ἀρχίζει, ἡ πορεία τοῦ Θεανθρώπου πρὸς τὸ Σταυρό. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε στὴ χώρα τοῦ θανάτου καὶ μὲ σκοπό Του νὰ πεθάνει. Γεννήθηκε μὲ σκοπό Του νὰ πεθάνει γιὰ χάρη μας.  Ἂν προσέξατε τὰ ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὰ ὁποῖα διαβάζονται γιὰ τὴ γιορτὴ αὐτὴ εἶναι πιθανὸ νὰ καταλάβατε τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους θεσπίστηκε.

Στὸ δέκατο τρίτο κεφάλαιο τῆς Ἐξόδου διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεὸς ζήτησε ἀπὸ τὸ Μωυσῆ τὴν καθιέρωση τοῦ κάθε πρωτότοκου ἀγοριοῦ, τὴν προσφορὰ τοῦ παιδιοῦ σὰν μιὰ θυσία σὲ μνήμη τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Ἰσραὴλ σώθηκε ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν Αἰγυπτίων μέσῳ τοῦ θανάτου ὅλων τῶν πρωτοτόκων τῆς Αἰγύπτου.

Ἡ παρουσίαση αὐτὴ τοῦ κάθε πρωτότοκου βρέφους στὸ Ναὸ δὲ σήμαινε μιὰ πλήρη ἀφιέρωση στὸ Θεό: τὰ παιδιὰ αὐτὰ ἐπέστρεφαν στὴ συνέχεια πίσω στὴν καθημερινὴ κοσμικὴ ζωή. Ἡ παρουσία σήμαινε τὴν ἄφεσή τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σήμαινε ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε πάνω τους δικαίωμα ζωῆς καὶ θανάτου καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναγνωριζόταν ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ γονεῖς πλήρωναν γιὰ τὸ παιδὶ σὰν λύτρα ἕνα ἀμνὸ ἢ ἕνα ζεῦγος περιστεριῶν.

Ὁ πρωτότοκος ἦταν πραγματικὰ μιὰ αἱματηρὴ θυσία ἡ ὁποία ἀναβαλλόταν ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα μέχρι τὴ μέρα ποὺ ὁδηγήθηκε στὸ ναὸ ὁ Μονογενὴς Γιὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε γίνει Γιὸς τῆς Παρθένου, ὁ «υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Καὶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία ἡ αἱματηρὴ αὐτὴ θυσία ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸ Θεὸ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἀντικατάστατο τῆς θυσίας εἶχε προσφερθεῖ, αὐτὴ τὴ μοναδικὴ φορὰ ὁ Θεὸς Πατέρας δέχτηκε καὶ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο τοῦ Βρέφους.

Ἡ θυσία ἔπρεπε νὰ περιμένει τὸν καιρό της· πέρασαν κάπου τριάντα χρόνια ἀπὸ τὴν παρουσίαση τοῦ βρέφους μέχρι τὸ θάνατο τοῦ ὥριμου Ἰησοῦ· ἡ θυσία ὅμως εἶχε γίνει δεκτὴ καί, ὅταν ἦλθε ὁ καιρός, τὸ βρέφος ποὺ εἶχε προσφερθεῖ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία πέθανε στὸ Γολγοθὰ πάνω σ’ ἕνα σταυρό.

Ἐνῷ ὁ Ἅγιος Συμεὼν διακήρυττε τὴ λύτρωση τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴ μακραίωνη ἀποξένωσή του ἀπὸ τὸ Θεὸ ἔδινε ταυτόχρονα καὶ στὴ Θεομήτορα τὴ φοβερὴ προειδοποίηση ὅτι μιὰ ρομφαία θὰ διαπερνοῦσε καὶ τὴ δική της τὴν καρδιά, ὅτι ἡ θυσία ποὺ ἀναστελλόταν γιὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη θὰ φανερωνόταν κάποια μέρα σὰν θεϊκὴ βουλὴ καὶ θὰ ἀποτελοῦσε ἕνα τραγικὸ μονοπάτι γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ ἐκείνη (Λκ. 2. 34, 35).

Ὁ Χριστὸς ἀκολούθησε πραγματικὰ τὸ τραγικὸ αὐτὸ μονοπάτι, τὸ μονοπάτι τῆς ἀνθρώπινης καὶ τῆς Θείας ἐγκατάλειψης, τὴν ὁδὸ πρὸς τὸν Κῆπο τῆς Γεθσημανῆ καὶ τὸ θάνατο τοῦ Γολγοθᾶ. Ὁ θάνατός Του ἦταν μιὰ καταπάτηση τοῦ θανάτου ἐφ’ ὅσον ἀναστήθηκε ζωντανὸς ἀπὸ τὸ μνῆμα. Ἔπειτα ἀναλήφθηκε μὲ δόξα καὶ μᾶς ἔδωσε τὸ Ἅγιό Του Πνεῦμα καὶ ὅμως οὔτε καὶ τότε δὲν ἐξαλείφεται τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἡ τραγωδία τοῦ κόσμου δὲ φτάνει στὸ τέλος της.

Ὁ ἐγερθεὶς Χριστὸς ἔχει στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια Του τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιά, στὴν πλευρὰ τὴν οὐλὴ ἀπὸ τὴ λόγχη καὶ στὸ μέτωπό Του τὰ σημάδια ἀπὸ τὴν κορώνα τὴν ὁποία Τοῦ εἶχαν φορέσει κοροϊδευτικά, τὸ στεφάνι ποὺ ἀντὶ νὰ εἶναι βασιλικὸ εἶχε γίνει ἀπὸ ἀγκάθια.

Γινόμαστε κι ἐμεῖς μέτοχοι τῆς σταυρικῆς αὐτῆς ὁδοῦ: ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς παρουσιάστηκε στὴν ἐκκλησία ὕστερα ἀπὸ τὸ Βάπτισμά του· τότε διαβάστηκαν προσευχὲς γιὰ τὶς μητέρες μας καὶ γιὰ μᾶς καὶ ἡ ἐκκλησία ἐπικαλέστηκε τὸν Κύριο, τὸν Προστάτη τῶν νηπίων ποὺ εἶχε ὁ ἴδιος κρατηθεῖ στὶς ἀγκάλες τοῦ Ἁγ. Συμεών, ζητώντας ἔλεος καὶ συμπα­ράσταση.

Αὐτὸ ἔγινε κατ’ εἰκόνα τῆς παρουσίασης τοῦ Χριστοῦ· πρὶν ἀπὸ αὐτὸ εἴχαμε βαπτιστεῖ καὶ τὸ Βάπτισμα σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπ. Παῦλο (Ρωμ. 6. 3 11) καὶ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μιὰ καταβύθιση στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ ὥστε νὰ τὸν κάνει δικό μας θάνατο, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἡ Ἀνάστασή Του γίνεται δική μας ἀνάσταση.

Ἐμεῖς λοιπὸν ποὺ ἔχουμε πεθάνει μὲ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐγερθεῖ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ὁδηγούμαστε στὸ ναὸ ὅπως εἶχε ὁδηγηθεῖ κι Ἐκεῖνος, αἰώνιοι καὶ ἐν τούτοις ὑποκείμενοι στὴν τραγωδία τοῦ χρόνου, ζωντανοὶ ἀλλὰ προορισμένοι γιὰ τὸ θάνατο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανὸς στὴν αἰώνια θεότητά Του καὶ τὴν ἀθάνατη ἀνθρώπινη σάρκα Του, ὅμως δέχτηκε τὸ θάνατο τῆς σάρκας Του γιὰ νὰ κοινωνήσει σὲ ὅλα μὲ τὴ δική μας ἁμαρτωλὴ σάρκα. Μὲ παρόμοιο τρόπο ὕστερα ἀπὸ τὴ συνανάστασή μας μαζί Του ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποστέλλει – ὅπως προηγουμένως ὁ Πατέρας εἶχε στείλει Ἐκεῖνον – στὴ σφαίρα τῆς ἁμαρτίας γιὰ νὰ σηκώσουμε στὰ σώματα, τὶς ψυχὲς καὶ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας τὸ σταυρὸ τοῦ κόσμου ὁ ὁποῖος ἔχει πέσει καὶ ἐξαγοραστεῖ ἀλλὰ ποὺ δὲν ἔχει ἀπολυτρωθεῖ ἀκό μα.

Σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου καλούμαστε νὰ ἀνταναπλη­ρώσουμε στὰ σώματά μας τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ (Κολ. 1. 24) – κι ἐπειδὴ εἴμαστε τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἴμαστε ἕνα μαζί Του, ἡ τραγωδία τὴν ὁποία ὁ ἐρχομός Του ἀπάλειψε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸν κόσμο τῆς ἀρχαιότητας καὶ ἡ ὁποία ἔγινε κατόπιν ἡ δική Του τραγωδία συνεχίζεται μέσα σ’ ἐμᾶς σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.

Ὁ Πατριάρχης Ἀλέξιος (1877  1970. Ἔγινε Πατριάρχης Μόσχας τὸ 1945) εἶχε πεῖ μιὰ φορὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο, ἐνῷ συνεχῶς οἱ ἄνθρωποι ἀπορρίπτουν, σταυρώνεται κατὰ τὴ διάρκεια τῶν αἰώνων γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς εἶναι ὁ δικός μας ὁ δρόμος, αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τὸ ὁποῖο μᾶς φέρνει ἡ ἔνδοξη μὰ τρομακτικὴ αὐτὴ γιορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸ δίκαιο Συμεών.

Πλησιάζουμε στὶς ἑβδομάδες ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες μᾶς προπαρασκευάζουν γιὰ τὴν Τεσσαρακοστή, τὴν Ἁγία Ἑβδομάδα καὶ τὴν Ἀνάσταση· εἴμαστε ἤδη κοινωνοὶ τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅμως ὀφείλουμε ξανὰ καὶ ξανὰ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ μονοπάτι· αὐτὸ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ τὸ κάνουμε τρόπο ζωῆς μας πάντοτε, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπου καὶ ἂν συμβεῖ νὰ βρεθοῦμε: εἴμαστε τὸ σταυρωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο προσφέρεται ἀπὸ τὸ Θεό, τὸ ὁποῖο πέρα κι ἀπ’ αὐτό, καθ’ ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ, προσφέρει τὸ ἴδιο τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος -

Ἡ ἰδανικὴ φιλία

Ἡ ἰδανικὴ φιλία ἀνθεῖ σὲ περιβάλλοντα ἀμόλυντα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν συναναστροφὴ τῶν κακῶν καὶ τῶν πονηρῶν.
Ἡ γοητεία τοῦ κακοῦ καὶ ἡ φαυλότητα τῆς ζωῆς ἔχουν ἀμαυρώσει ὅλα τὰ καλὰ τοῦ βίου μας. Καὶ μεταξὺ αὐτῶν τῶν καλῶν συμπεριλαμβάνονται καὶ οἱ φιλίες. Κάτω ἀπὸ τὸ γενικὸ ξεπεσμὸ καὶ ἐξευτελισμὸ τῆς ζωῆς χάθηκαν ἢ ἀλλοτριώθηκαν κι αὐτές. Κι ὅμως, ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μιᾶς γνήσιας, ἀληθινῆς, δυνατῆς καὶ πραγματικῆς φιλίας. Δύσκολα κτίζονται τέτοιες φιλίες. Εὔκολα καταστρέφονται. Κι ὅσοι ἀπέκτησαν τέτοιες ζηλευτὲς φιλίες ἔζησαν εὐτυχισμένοι. Γι᾽ αὐτὸ θὰ σᾶς δώσω τὴν συνταγὴ τῆς ἰδανικῆς φιλίας. Ὄχι ἐγώ. Ἐσεῖς τὸ ξέρετε, ὅτι πάντα ἀφήνω ἐκείνους ποὺ ξέρουν τὰ θέματα τῆς ζωῆς μας καλύτερα ἀπὸ μᾶς νὰ μᾶς ποῦν τὴν σοφὴ συμβουλή τους. Ἔτσι ἀνεκάλυψα στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο τὶς προϋποθέσεις μιᾶς μεγάλης φιλίας, σὰν αὐτή, ποὺ εἶχε ὁ ἴδιος μὲ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ὁ ἴδιος ἔλεγε, ὅτι «ἐφαίνετο νὰ ἔχωμεν οἱ δύο μας μίαν ψυχὴν ποὺ ἐκατοικοῦσεν εἰς δύο σώματα. Τότε πλέον ἐγίναμεν τὰ πάντα ὁ ἕνας διὰ τὸν ἄλλον, ὁμόστεγοι, ὁμοτράπεζοι, συμφυεῖς, ἀποβλέποντες εἰς τὸ ἴδιο καὶ πάντοτε αὐξάνοντες ὁ ἕνας τὸν πόθο τοῦ ἄλλου, ὥστε νὰ γίνῃ θερμότερος καὶ μόνιμος».
Ἂς δοῦμε λοιπὸν πῶς ἐκτίσθη αὐτὴ ἡ ζηλευτή, εὐλογημένη καὶ πασίγνωστη φιλία τῶν δύο μεγάλων ἀνδρῶν καὶ ἁγίων πατέρων μας. Ἔτσι θὰ διδαχθοῦμε κι ἐμεῖς τὰ μεγάλα μυστικὰ τῆς εὐτυχισμένης ζωῆς.
Ἡ ἀληθινὴ φιλία πρέπει νὰ εἶναι «θεῖος καὶ φρόνιμος ἔρως» ἀπηλλαγμένος ἁμαρτίας. Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Οἱ σωματικοὶ ἔρωτες, καθὼς ἀφοροῦν τὰ πράγματα ποὺ περνοῦν, περνοῦν κι ἐκεῖνοι ὅπως τὰ ἐαρινὰ λουλούδια. Οὔτε ἡ φλόγα μένει, ὅταν τὰ ξύλα τελειώσουν, ἀλλὰ χάνεται μαζὶ μὲ αὐτὰ ποὺ τὴν τρέφουν, οὔτε ὁ πόθος ὑπάρχει, ὅταν τὸ προσάναμμα σβήση. Οἱ θεῖοι ὅμως καὶ φρόνιμοι ἔρωτες, ἐπειδὴ ἀναφέρονται εἰς κάτι σταθερόν, διὰ τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι μονιμώτεροι καὶ ὅσον περισσότερον παρουσιάζεται τὸ κάλλος των τόσον περισσότερον συνδέουν τοὺς ἐραστὲς μὲ αὐτὸ καὶ μεταξύ των. Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τοῦ ἰδικοῦ μας ἔρωτος».
Μιὰ δυνατὴ φιλία γεννᾶται, ὅταν οἱ φίλοι διεξάγουν κοινὸ ἀγῶνα καὶ ἁμιλλῶνται εἰς τὴν κατάκτησιν τῶν ὑψηλῶν κορυφῶν τῆς ἀρετῆς. Γράφει γι᾽ αὐτὴ τὴν κοινὴ ἐπιδίωξιν τοῦ ἰδίου καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Κοινὴ ἐπιδίωξις καὶ τῶν δύο ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ συμμόρφωσις τῆς ζωῆς μας πρὸς τὶς μελλοντικὲς ἐλπίδες». Ἐξομολογεῖται διὰ τὸν θεῖον πόθον των: «Τὴν ἐπιδίωξιν αὐτὴν ἔχοντες ἐμπρός μας κατευθήναμεν τὴν ζωήν μας ὁλόκληρον καὶ κάθε ἐνέργειάν μας· μᾶς ὡδηγοῦσεν ἡ ἐντολὴ καὶ ἠκονίζαμεν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τὴν ἀρετήν μας καὶ εἴμεθα, ἐὰν δὲν εἶναι ὑπερβολικὸν τοῦτο νὰ εἴπω, ὁ ἕνας διὰ τὸν ἄλλον κανὼν καὶ μέτρον, μὲ τὰ ὁποῖα διακρίνεται τὸ ὀρθὸν καὶ τὸ μὴ ὀρθόν».
Ἡ ἰδανικὴ φιλία ἀνθεῖ σὲ περιβάλλοντα ἀμόλυντα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν συναναστροφὴ τῶν κακῶν καὶ τῶν πονηρῶν. Προσέξτε ἰδιαίτερα τὶς συνετὲς παρατηρήσεις τοῦ ἁγίου Πατέρα μας Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἀπὸ τοὺς σπουδαστές μας συναναστρεφόμεθα, ὄχι βέβαια τοὺς πιὸ ἀνήθικους ἀλλὰ τοὺς πιὸ φρόνιμους· οὔτε τοὺς πιὸ ἐριστικοὺς ἀλλὰ τοὺς πιὸ εἰρηνικοὺς καὶ ἐκείνους ποὺ ἡ συναναστροφή των εἶναι ὠφελιμωτέρα. Διότι ἐγνωρίζαμεν ὅτι εἶναι εὐκολώτερον νὰ λάβῃς τὴν ἀσθένειαν παρὰ νὰ χαρίσῃς τὴν ὑγείαν. Καὶ εἰς τὰ μαθήματα ἐφθάσαμεν νὰ χαιρώμεθα ὄχι μὲ τὰ πιὸ εὐχάριστα ἀλλὰ μὲ τὰ πιὸ ὠφέλιμα. Ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ αὐτὰ οἱ νέοι συμμορφώνονται πρὸς τὴν ἀρετὴν ἢ τὴν κακίαν». Μακάρι ὅλοι μας νὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε αὐτὲς τὶς ἀθάνατες συμβουλὲς κανόνες καὶ νόμους ζωῆς.
Ἡ ἀληθινὴ φιλία στηρίζεται στοὺς ἀποστολικοὺς λόγους καὶ νόμους: «ὅποιος ἀγαπᾶ δὲν ζητεῖ τίποτε διὰ τὸν ἑαυτόν του». Καὶ «Διὰ τῆς φιλαδελφίας νὰ γίνεσθε φιλόστοργοι μεταξύ σας. Νὰ προλαμβάνη ὁ καθένας τοὺς ἄλλους εἰς τὸ νὰ τοὺς ἀποδίδη τιμήν». Αὐτὰ ἐφήρμοζαν οἱ θεϊκοὶ πατέρες, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος σεβαστὸς πατέρας μας Γρηγόριος: «Ἀγωνιζόμεθα καὶ οἱ δυό, ὄχι ποιός νὰ ἔχῃ ὁ ἴδιος τὸ πρωτεῖον, ἀλλὰ πῶς νὰ τὸ παραχωρήσῃ εἰς τὸν ἄλλον· τὴν εὐδοκίμησιν ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὴν ἐθεωρούσαμεν ἰδικήν μας… πρέπει νὰ πεισθῆτε ὅτι ἐζούσαμεν ὁ ἕνας μέσα εἰς τὸ εἶναι τοῦ ἄλλου καὶ δίπλα εἰς τὸν ἄλλον». Ἡ ἀγάπη καὶ ὁ σεβασμὸς ποὺ εἶχε ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἰς τὸν Μέγα Βασίλειον φαίνεται στὰ πιὸ κάτω λόγια μὲ τὰ ὁποῖα συγκρίνεται ὁ ἴδιος μὲ τὸν φίλο του. Γράφει: «Τὸ ὡραιότερον εἶναι ὅτι ἐσχηματίσθη ἀπὸ ἐμᾶς μία ἀδελφότης ποὺ ἐκεῖνος διεμόρφωνε καὶ κατηύθυνεν ὡς ἀρχηγὸς μὲ κοινὲς ἱκανοποήσεις, μολονότι ἐγὼ ἔτρεχα πεζὸς δίπλα εἰς ἅρμα Λυδικὸν (ταχυδρόμον δηλαδή), ὅπου καὶ ὅπως ἐπήγαινεν ἑκεῖνος».
Τὴν ἀληθινὴ φιλία συνδέει καὶ ὁ κοινὸς σκοπὸς τῆς ζωῆς. Ἔτσι ἄρχισε ἡ φιλία μας, ἀποκαλύπτει ὁ θεῖος πατέρας «καθὼς μὲ τὸ πέρασμα τοῦ καιροῦ ὡμολογήσαμεν τὸν πόθον μας ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιέφερε ἦταν ἡ φιλοσοφία, τότε πλέον ἐγίναμεν τὰ πάντα ὁ ἕνας διὰ τὸν ἄλλον».
Τὴν γνήσια φιλίαν συνδέουν οἱ κοινὲς ἀρχὲς καὶ οἱ κοινὲς ἀντιλήψεις. Γι᾽ αὐτὸ τὸ θέμα γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Τίποτε, νομίζω δὲν ἀξίζει, ἐὰν δὲν ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ δὲν κάνει καλυτέρους ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ αὐτό. Διὰ τοὺς ἄλλους ὑπάρχουν διάφορες ὀνομασίες ἢ ἀπὸ τὸν πατέρα ἢ ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν ἢ ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα καὶ τὶς πράξεις των. Ἐμεῖς ὅμως ἔχομεν τὸ μέγα προσὸν καὶ ὄνομα νὰ εἴμεθα καὶ νὰ λεγώμεθα χριστιανοί. Αὐτὸ ἦτο ἡ μεγαλυτέρα καύχησις γιὰ μᾶς».
Ἡ μεγάλη φιλία ἐκδηλώνεται μὲ τρυφερότηττα, εὐαισθησία, στοργὴ καὶ φιλαδελφία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀναφέρεται εἰς τὸν φίλον του καὶ τὸν ἀποκαλεῖ «ὁ ἐμὸς Βασίλειος». Δηλαδὴ «ὁ δικός μου Βασίλειος». Ἔτσι γίνεται, ὅταν ἡ φιλία εἶναι ἀνιδιοτελής, καθαρὴ καὶ λουσμένη στὸ φῶς τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ ἀρετῆς. Τί λέτε; Πῶς σᾶς φαίνονται αὐτά; Δοκιμάστε τα καὶ θὰ βεβαιωθῆτε, ὅτι θὰ σᾶς βοηθήσουν νὰ δημιουργήσετε γερὲς καὶ ἰσχυρὲς φιλίες, ποὺ θὰ ἀντέξουν στὸν χρόνο καὶ στὴν τρικυμία τῆς ζωῆς σας.
Αὐτὴ ἡ φιλία τῶν ἁγίων ἀνδρῶν διεφημίσθη παντοῦ εἰς τὸν τότε κόσμον καὶ ἔμεινεν εἰς τὴν ἱστορίαν. Τὸ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Γράφει: «Αὐτὰ ἔκαμαν νὰ γίνωμεν γνωστοὶ εἰς τοὺς διδασκάλους καὶ τοὺς συναδέλφους μας, γνωστοὶ εἰς ὅλην τὴν Ἑλλάδα, καὶ μάλιστα εἰς τοὺς πιὸ ἐπιφανεῖς Ἕλληνες. Εἴχαμεν πλέον ξεπεράσει τὰ σύνορα τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἔγινε σαφὲς ἀπὸ διηγήσεις πολλῶν. Ἠκούοντο οἱ διδάσκαλοὶ μας εἰς ὅσους ἠκούοντο αἱ Ἀθῆναι, συνακουόμεθα καὶ ἐμεῖς οἱ δύο καὶ συναναστρεφόμεθα εἰς τόσους ἀνθρώπους, εἰς ὅσους καὶ οἱ δάσκαλοί μας καὶ δὲν ἤμεθα ἕνα ζεῦγος ἄσημον καὶ κοντὰ καὶ μακρὰν τῶν διδασκάλων μας».
Ὁ ἴδιος θεοφόρος καὶ ἁγιοπνευματοκίνητος Πατέρας ἔγραψε καὶ τὸ ὡραιότατον ἐγκώμιον τῆς φιλίας:
«Μὲ τίποτε ἀπὸ ὅ,τι ὑπάρχει εἰς τὸν κόσμον δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ συγκρίνῃ ἕνα πιστὸν φίλον, καὶ τὸ κάλλος του δὲν ἔχει ὅρια». «Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι ἰσχυρὰ προστασία» (Σοφ. Σολ. ς´ 14-15) καὶ βασίλειον ὀχυρωμένον. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι ἔμψυχος θησαυρός. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι πολυτιμότερος ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἀπὸ πολλοὺς πολυτίμους λίθους. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι κῆπος περιφραγμένος καὶ πηγὴ σφραγισμένη, τὰ ὁποῖα ἀνοίγουν πότε-πότε διὰ νὰ τὰ ἐπισκεφθῇ καὶ νὰ τὰ ἀπολαύσῃ κανείς. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι λιμάνι ἀναψυχῆς. Ἂν δὲ εἶναι καὶ πιὸ συνετός, πόσον καλύτερον εἶναι τοῦτο; Ἐὰν δὲ εἶναι καὶ πολὺ μορφωμένος καὶ διαθέτη παντοειδῆ μόρφωσιν, τὴν ἰδικήν μας λέγω καὶ ἐκείνην ἡ ὁποία ἦτο κάποτε ἰδική μας, πόσον καλύτερον εἶναι αὐτό; Ἐὰν δὲ καὶ υἱὸς τοῦ φωτὸς (Ἰωάν. ιβ´ 36, Ἐφεσ. ε´ 8), ἢ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ (Δ´ Βασιλ. α´ 9), ἢ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος προσεγγίζει τὸν Θεὸν (Ἰεζεκιὴλ μγ´ 19), ἢ ἔχει ἀνωτέρας, πνευματικὰς ἐπιθυμίας (Δαν. θ´ 23), ἢ εἶναι ἄξιος νὰ φέρη ἕνα χαρακτηρισμὸν ἀπὸ ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους τιμᾶ ἡ Γραφὴ τοὺς ἐνθέους καὶ ὑψηλούς, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν εἰς ἀνωτέραν τάξιν, γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ ἤδη δῶρον τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι σαφῶς ἀνώτερον ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας ἀξίαν».

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

ΜΕΡΙΚΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΔΑΧΕΣ ΤΟΥ Μ.ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Μέγας Ἀντώνιος - Παραινέσεις, περὶ Ἤθους καὶ Χρηστῆς Πολιτείας


Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΘΕΟΣΕΒΕΙΑΣ

Οἱ ἄνθρωποι καταχρηστικὰ λέγονται λογικοί. Δὲν εἶναι λογικοὶ ὅσοι ἔμαθαν ἁπλῶς τὰ λόγια καὶ τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλ᾿ ὅσοι ἔχουν τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ μποροῦν νὰ διακρίνουν ποιὸ εἶναι τὸ καλὸ καὶ ποιὸ τὸ κακὸ καὶ ἀποφεύγουν τὰ πονηρὰ καὶ βλαβερὰ στὴν ψυχή, τὰ δὲ ἀγαθὰ καὶ ψυχωφελῆ, τὰ ἀποκτοῦν πρόθυμα μὲ τὴ μελέτη καὶ τὰ ἐφαρμόζουν μὲ πολλὴ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. Αὐτοὶ μόνοι πρέπει νὰ λέγονται ἀληθινὰ λογικοὶ ἄνθρωποι.

Ο ΑΛΗΘΙΝΑ ΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ὁ ἀληθινὰ λογικὸς ἄνθρωπος ἕνα μόνο ζῆλο ἔχει: νὰ πείθεται καὶ νὰ ἀρέσει στὸ Θεὸ τῶν ὅλων.
Σ᾿ αὐτὸ καὶ μόνον πρέπει νὰ ἐκπαιδεύει τὴν ψυχή του, ὥστε ν᾿ ἀρέσει στὸ Θεό, εὐχαριστώντας γιὰ τὴν τόσο μεγάλη Του πρόνοια καὶ ρύθμιση τῶν ὅλων, ὁτιδήποτε κι᾿ ἂν τοῦ τύχη στὴ ζωή του.
Γιατὶ εἶναι ἄτοπο, τοὺς μὲν Ἰατρούς, ποὺ μᾶς δίδουν καὶ πικρὰ καὶ δυσάρεστα φάρμακα, νὰ τοὺς εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴν ὑγεία τοῦ σώματός μας, πρὸς τὸν Θεὸν δὲ νὰ εἴμαστε ἀχάριστοι, γιὰ τὰ πράγματα ποὺ μᾶς φαίνονται δυσάρεστα καὶ δύσκολα καὶ νὰ μὴν γνωρίζομε, ὅτι ὅλα γίνονται ὅπως πρέπει καὶ πρὸς τὸ συμφέρον μας κατὰ τὴν Πρόνοιά Του.
Ἡ γνώσις (τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ) καὶ ἡ πίστη στὸ Θεό, εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ τελειότης τῆς ψυχῆς.

ΟΙ ΜΕΓΙΣΤΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΜΑΣ

Τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἀνεξικακία, τὴν σωφροσύνη, τὴν καρτερία, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὰ ὅμοιά τους, τὶς ἔχουμε πάρει σὰν μέγιστες καὶ ἐνάρετες δυνάμεις ἀπὸ τὸ Θεό. Αὐτὲς ἀντιπαρατάσσονται καὶ ἀντιστέκονται καὶ βοηθοῦν σὲ ὅλες ἐκεῖνες τὶς δυσκολίες ποὺ προέρχονται ἐκεῖθεν (ἀπὸ τὸν ἀντικείμενων ἐχθρὸ - τὸν διάβολο).
Ἐὰν τὶς γυμνάζομε καὶ τὶς ἔχομε πρόχειρες τὶς δυνάμεις αὐτές, τότε πιὰ τίποτε δὲν φαίνεται νὰ μᾶς γίνεται δύσκολο ἢ ὀδυνηρὸ ἢ ἀφόρητο, γιατὶ ἀναλογιζόμαστε πὼς ὅλα εἶναι ἀνθρώπινα καὶ νικῶνται ἀπὸ τὶς (παραπάνω) ἀρετὲς ποὺ ἔχομε μέσα μας.
Αὐτὸ δὲν τὸ σκέπτονται οἱ ψυχικὰ ἀνόητοι. Διότι οὔτε κἂν λογαριάζουν πὼς ὅλα γίνονται καλὰ καὶ ὅπως πρέπει πρὸς τὸ συμφέρον μας, γιὰ νὰ λάμψουν τελείως οἱ ἀρετὲς καὶ νὰ στεφανωθοῦμε (βραβευθοῦμε) ἀπὸ τὸ Θεό.

Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

(Θὰ εἶσαι πνευματικὸς ἄνθρωπος), ὅταν λογαριάζεις γιὰ φαντασία καὶ μόνον καὶ μάλιστα ὀλιγοχρόνια τὴν ἀπόκτηση χρημάτων καὶ τὴν ἄφθονη χρησιμοποίησή τους καὶ ὅταν γνωρίζεις ὅτι ἡ ἐνάρετη καὶ ἀρεστὴ στὸ Θεὸ πολιτεία διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὸν πλοῦτο.
Ὅταν τὸ μελετᾶς αὐτό, ἀσφαλῶς καὶ τὸ διατηρεῖς στὴ μνήμη σου, δὲν θὰ στενάξεις, δὲν θὰ θρηνήσεις καὶ δὲν θὰ κατηγορήσεις κανέναν, ἀλλὰ γιὰ ὅλα θὰ εὐχαριστήσεις τὸ Θεό, βλέποντας τοὺς χειρότερους ἀπὸ σένα νὰ στηρίζονται στὰ λόγια καὶ στὰ χρήματα.
(Ἔχε ὑπ᾿ ὄψη σου, ὅτι τὰ χρήματα) εἶναι τὸ χειρότερο πάθος τῆς ψυχῆς, καθὼς καὶ ἡ ἐπιθυμία, ἡ δόξα καὶ ἡ ἄγνοια.

ΤΙ ΚΑΝΕΙ Ο ΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ὁ λογικὸς ἄνθρωπος ἐξετάζοντας τὸν ἑαυτό του, δοκιμάζει ποιὰ πράγματα τοῦ πρέπουν καὶ τὸν συμφέρουν, ποιὰ εἶναι ζητήματα τῆς ψυχῆς καὶ ὠφέλιμα καὶ ποιὰ ξένα πρὸς τὴν ψυχή. Ἔτσι ἀποφεύγει ὅσα βλάπτουν τὴν ψυχή, διότι τοῦ εἶναι ξένα καὶ τὸν χωρίζουν ἀπὸ τὴν ἀθανασία.

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ Η ΜΕΤΡΙΑ ΖΩΗ

Ὅσον μετριότερα ζεῖ κανείς, τόσο εὐτυχέστερος εἶναι (εὐδαίμων), γιατὶ δὲν φροντίζει γιὰ πολλά, γιὰ δούλους, γεωργοὺς καὶ ν᾿ ἀποκτήσει ζῷα.
Διότι ὅταν προσηλωνόμαστε σ᾿ αὐτὰ καὶ περιπέσομε ἀργότερα στὶς δυσχέρειες ποὺ τὰ ἐπακολουθοῦν, κατηγοροῦμε τὸ Θεὸ (ὡς αἴτιον).
Ἀπὸ τὴν αὐθαίρετη αὐτὴ ἐπιθυμία μας (τὸν πλοῦτο), ποτίζεται ὁ θάνατος καὶ ἔτσι πλανημένοι μένομε στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας.

ΔΥΣΚΟΛΗ ΑΛΛΑ ΚΑΤΟΡΘΩΤΗ Η ΑΡΕΤΗ

Πρέπει νὰ μὴ λέμε ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο νὰ ἐπιτύχει ἐνάρετο βίο, ἀλλὰ μόνον ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο. Οὔτε εἶναι εὔκολο νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν αὐτὸ οἱ τυχόντες ἄνθρωποι. Συμμετέχουν σὲ ἐνάρετη ζωὴ ὅσοι εἶναι εὐσεβεῖς καὶ ἔχουν νοῦν θεοφιλῆ (ποὺ σκέπτονται ὅπως ἀρέσει στὸ Θεό). Γιατὶ ὁ κοινὸς νοῦς, εἶναι κοσμικὸς (σκέπτεται κατὰ τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου) καὶ εὐμετάβολος, ποὺ παρέχει νοήματα ἀγαθὰ καὶ κακά, ἀφοῦ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὰ φυσικὰ πράγματα καὶ ρέπει πρὸς τὴν ὕλη.
Ἐνῷ ὁ θεοφιλὴς νοῦς, τιμωρεῖ τὴν κακία τὴν ὁποία ἐνσωματώνονται αὐτοπροαίρετα οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ρᾳθυμία.

ΤΡΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥΣ ΒΙΟΥ

Ὅσοι ἐπιζητοῦν ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ ζωή, πρέπει νὰ ἔχουν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν οἴηση καὶ ἀπὸ κάθε κούφιο: καὶ ψεύτικη ἰδέα καὶ νὰ φροντίζουν ἐπιμελῶς γιὰ χρηστὴ διόρθωση τῆς ζωῆς καὶ τῆς γνώμης τους. Διότι ὁ θεοφιλὴς καὶ ἀμετάβλητος (ὁ σταθερὸς σ᾿ αὐτό) νοῦς, εἶναι στοιχείων ἐξυψώσεως καὶ δρόμος πρὸς τὸν Θεό.

Η ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ

Οὐδὲν ὄφελος νὰ μαθαίνει κανεὶς τοὺς λόγους (καὶ τὶς αἰτίες τῶν πραγμάτων), ἐὰν ἀπουσιάζει (ἀπὸ τὴ μάθηση αὐτή) ἡ ἐνάρετη καὶ στὸ Θεὸ ἀρεστὴ πολιτεία τῆς ψυχῆς. Αἰτία πάντων τῶν κακῶν εἶναι ἡ πλάνη, ἡ ἀπάτη (τῆς κούφιας γνώσεως) καὶ ἡ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ.

ΠΩΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΘΕΟΦΙΛΕΙΣ

Ἡ ἐξάσκησης τοῦ καλλίστου (ἐναρέτου) βίου καὶ ἡ ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς, δημιουργοῦν τοὺς ἀγαθοὺς καὶ ἀγαπητοὺς εἰς τὸν Θεὸν ἀνθρώπους. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ζητεῖ τὸν Θεό, τὸν βρίσκει, νικώντας τὴν ἐπιθυμία σ᾿ ὅλα τὰ ζητήματα καὶ μὴ ξεκολλώντας ἀπὸ τὴν προσευχή. Μόνον αὐτὸς δὲν φοβᾶται τοὺς δαίμονας (ποὺ ἀπεχθάνονται τὸν ἐνάρετο βίο).

 Η ΑΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΒΙΟΤΙΚΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ

Ὅσοι ἐξαπατῶνται (καὶ παρασύρονται) ἀπὸ ἐλπίδες βιοτικῶν ἀπολαύσεων, ἂν καὶ γνωρίζουν σὲ ὅλο τὸ βάθος, ὅσα πρέπει νὰ γίνουν γιὰ τὴ θεάρεστη ζωή, (καὶ δὲν τὰ ἐφαρμόζουν), αὐτοὶ παθαίνουν κάτι παρόμοιο μ᾿ ἐκείνους, ποὺ ἀγόρασαν μὲν (τὰ φάρμακα καὶ) τὰ ὄργανα τῆς ἰατρικῆς, ἀλλὰ οὔτε γνωρίζουν, οὔτε φροντίζουν νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν.
Ὥστε γιὰ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ πράξαμε, οὐδέποτε νὰ κατηγοροῦμε οὔτε τὴν αἰτία τους, οὔτε ἄλλον κανέναν, ἀλλὰ τοὺς ἑαυτούς μας. Διότι ἐὰν αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ψυχὴ θέλει νὰ ἀδιαφορεῖ (πνευματικά, δηλαδὴ νὰ ἀμελῆ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἐνάρετης ζωῆς), τότε δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνίκητη.
ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΥΛΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ
Σὲ κάθε ψυχικὸ πάθος (πνευματικὸ πρόβλημα) ποὺ σοῦ συσσωρεύεται (καὶ δὲν ξέρεις πῶς νὰ τὸ τακτοποιήσῃς), θυμήσου ὅτι ὅσοι ὀρθοφρονοῦν καὶ θέλουν νὰ βάλουν τὰ ζητήματά τους στὴν πρέπουσα θέση καὶ μὲ ἀσφάλεια, ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν θεωρεῖται γλυκεία ἡ ἀπόκτηση φθαρτῶν χρημάτων (πραγμάτων), ἀλλὰ οἱ ὀρθὲς καὶ ἀληθινὲς ἀπόψεις (γιὰ κάθε ζήτημα καὶ μάλιστα γιὰ τὰ μεγάλα θέματα: τοῦ προορισμοῦ μας ἐπὶ τῆς γῆς, τῆς λυτρώσεως ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς)· αὐτὲς τοὺς κάνουν εὐτυχεῖς. Διότι ὁ μὲν πλοῦτος καὶ κλέβεται καὶ ἁρπάζεται ἀπὸ δυνατότερους καὶ μόνον ἡ ἀρετὴ τῆς ψυχῆς εἶναι κτῆμα καὶ ἐξασφαλισμένο καὶ ἀπαραβίαστο, ποὺ καὶ μετὰ θάνατον σῴζει ὅσους τὴν ἔχουν ἀποκτήσει. Ὅταν σκέπτονται ἔτσι, δὲν τοὺς συναρπάζουν οἱ φαντασιοπληξίες τοῦ πλούτου καὶ τῶν λοιπῶν ἀπολαύσεων.
Η ΤΡΟΦΗ ΠΟΥ ΑΠΟΘΕΩΝΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ
Ὅσοι ἐπιδιώκουν τὴν ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ πολιτεία, φροντίζουν γιὰ τὶς ἀρετὲς τῆς ψυχῆς, διότι τοὺς εἶναι δικό τους κτῆμα καὶ αἰώνια ἀπόλαυσις. Τὰ πρόσκαιρα τὰ ἀπολαμβάνουν ἐφ᾿ ὅσον εἶναι δυνατὸν καὶ ὅπως ὁ Θεὸς δίνει καὶ θέλει, χρησιμοποιώντας τα μὲ χαρὰ καὶ εὐχαριστώντας μὲ ὅλη τους τὴν καρδιά, ἔστω κι ἂν εἶναι μέτρια. Διότι μὲ τὰ πολυτελῆ φαγητά, τρέφονται τὰ σώματα σὰν ὑλικά. Τὴν ψυχὴ ὅμως τὴν ἀποθεώνει ἡ γνώσις (τοῦ θελήματος) τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀγαθότητα καὶ ἡ εὐεργεσία, ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ πραότης.
Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΥΛΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ
Ὅσοι νομίζουν δυστυχία τὸ χάσιμο τῶν χρημάτων, ἢ τέκνων, ἢ δούλων, ἢ ὁποιασδήποτε ἄλλης ὑπάρξεως (προσώπου ἢ πράγματος), ἂς γνωρίζουν, ὅτι πρῶτα - πρῶτα πρέπει νὰ ἀρκοῦνται σὲ ὅσα τοὺς δίδονται ἀπὸ τὸ Θεό. Κι ὅταν εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ ἀποδώσουν, νὰ τὸ κάνουν πρόθυμα καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη, χωρὶς καθόλου νὰ κακιώνουν γιὰ τὴ στέρησή τους ἢ μᾶλλον γιὰ τὴν ἐπιστροφή. Διότι, ἀφοῦ μεταχειρίστηκαν πράγματα ποὺ δὲν εἶναι δικά τους, πάλιν τὰ ἐπέστρεψαν.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Mια τιμητικη αναφορα στην θεολογια του Αγιου Γρηγορίου Νύσσης επί τη μνήμη αυτού

Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης - Λόγος εἰς τὴν Προσευχήν


«…Ἡ προσευχὴ εἶναι φύλακας τῆς σωφροσύνης, χαλιναγωγεῖ τὸν θυμό, καταστέλλει τὴν ὑπερηφάνεια, καθαρίζει ἀπὸ τὴ μνησικακία, διώχνει τὸ φθόνο, καταργεῖ τὴν ἀδικία, ἐπανορθώνει τὴν ἀσέβεια. Ἡ προσευχὴ εἶναι δύναμη τῶν σωμάτων, φέρνει χαρὰ στὸ σπίτι, χορηγεῖ εὐνομία στὴν πόλη, παρέχει ἰσχὺ στὴν ἐξουσία, δίνει νίκη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πολέμου, ἐξασφαλίζει τὴν εἰρήνη, ξαναενώνει τοὺς χωρισμένους, διατηρεῖ στὴ θέση τους ἑνωμένους.
Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ ἐπισφράγισμα τῆς παρθενίας, ἡ πιστότητα τοῦ γάμου, ὅπλο στοὺς ὁδοιπόρους, φύλακας ὅσων κοιμοῦνται, θάρρος τῶν ξύπνιων, στοὺς γεωργοὺς φέρνει τὴν εὐφορία, στοὺς ναυτιλόμενους χαρίζει τὴ σωτηρία.
Ἡ προσευχὴ γίνεται συνήγορος τῶν δικαζομένων, ἐλευθερία τῶν φυλακισμένων, παρηγοριὰ τῶν λυπημένων, χαρὰ γιὰ τοὺς χαρούμενους, παρηγοριὰ στοὺς πενθοῦντες, δόξα γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται σὲ γάμο, γιορτὴ στὰ γενέθλια, σάβανο σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πεθαίνουν.
Ἡ προσευχὴ εἶναι συνομιλία μὲ τὸν Θεό, θεωρία τῶν ἀοράτων, πληροφόρηση γιὰ ὅσα ἐπιθυμοῦμε, ὁμοτιμία μὲ τοὺς ἀγγέλους, προκοπὴ στὰ καλὰ ἔργα, ἀποτροπὴ ἀπὸ τὰ κακά, διόρθωση γιὰ κείνους ποὺ ἁμαρτάνουν, ἀπόλαυση τῶν παρόντων ἀγαθῶν, ὑπόσταση τῶν ἀγαθῶν τοῦ μέλλοντος.
Ἡ προσευχὴ μετέβαλε γιὰ τὸν Ἰωνᾶ σὲ σπίτι τὸ κῆτος, ἐπανέφερε στὴ ζωὴ τὸν Ἐζεκία ἀπὸ αὐτὲς τὶς πύλες τοῦ θανάτου. Γιὰ χάρη τῶν τριῶν νέων μετέστρεψε τὴ φλόγα τῆς καμίνου σὲ δροσερὴ αὔρα καὶ γιὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες κέρδισε νίκη κατὰ τῶν Ἀμαληκιτῶν, ἐνῷ τὶς ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε χιλιάδες τοῦ Ἀσσυριακοῦ στρατοῦ μὲ ἀόρατη ῥομφαία κατανίκησε σὲ μιὰ νύχτα.
Καὶ κοντὰ σ᾿ αὐτὰ μπορεῖς νὰ βρεῖς ἀμέτρητα παραδείγματα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν γίνει κι ἀπὸ τὰ ὁποῖα φαίνεται καθαρὰ ὅτι κανένα ἀπὸ ὅσα θεωροῦνται πολύτιμα στὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴν προσευχή.
Ἐπειδὴ εἶναι πολλὰ καὶ κάθε εἴδους τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἔδωκε ἡ θεία χάρη, αὐτὸ τὸ ἕνα ἔχουμε νὰ ἀνταποδώσουμε γιὰ ὅσα λάβαμε, δηλαδὴ νὰ πληρώνουμε τὸν Εὐεργέτη μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴν εὐχαριστία…».