Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Από το βιβλίο "Μεγάλη Σαρακοστή" του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν

Μεγάλη Σαρακοστή: Πορεία προς το Πάσχα

Όταν κάποιος ξεκινάει για ένα ταξίδι θα πρέπει να ξέρει που πηγαίνει. Αυτό συμβαίνει και με τη Μεγάλη Σαρακοστή. Πάνω απ’ όλα η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ένα πνευματικό ταξίδι που προορισμός του είναι το Πάσχα, «η Εορτή Εορτών». Είναι η προετοιμασία για την «πλήρωση του Πάσχα, που είναι η πραγματική Αποκάλυψη».Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αρχίσουμε με την προσπάθεια να καταλάβουμε αυτή τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη Σαρακοστή και το Πάσχα, γιατί αυτή αποκαλύπτει κάτι πολύ ουσιαστικό και πολύ σημαντικό για τη Χριστιανική πίστη και ζωή μας.    
Άραγε είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε ότι το Πάσχα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια γιορτή, πολύ πέρα από μια ετήσια ανάμνηση ενός γεγονότος που πέρασε; Ο καθένας που, έστω και μια μόνο φορά, έζησε αυτή τη νύχτα «τη σωτήριο, τη φωταυγή και λαμπροφόρο», που γεύτηκε εκείνη τη μοναδική χαρά, το ξέρει αυτό.
Αλλά τι είναι αυτή η χαρά; Γιατί ψέλνουμε στην αναστάσιμη λειτουργία: «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια»; Με ποια έννοια «εορτάζομεν» – καθώς ισχυριζόμαστε ότι το κάνουμε – «θανάτου την νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν άλλης βιοτής της αιωνίου απαρχήν…»;
Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις η απάντηση είναι: η νέα ζωή η οποία πριν από δυο χιλιάδες περίπου χρόνια «ανέτειλεν εκ του τάφου», προσφέρθηκε σε μας, σε όλους εκείνους που πιστεύουν στο Χριστό. Μάς δόθηκε τη μέρα που βαπτιστήκαμε, τη μέρα δηλαδή που όπως λέει ο Απ. Παύλος: «…συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. 6,4).[...]
Μήπως όμως δε χάνουμε πολύ συχνά και δεν προδίνουμε αυτή τη «νέα ζωή» που λάβαμε σαν δώρο, και στην πραγματικότητα ζούμε σαν να μην αναστήθηκε ο Χριστός και σαν να μην έχει νόημα για μάς αυτό το μοναδικό γεγονός; Και όλα αυτά εξαιτίας της αδυναμίας μας, της ανικανότητάς μας, και ζούμε σταθερά με «πίστη ελπίδα και αγάπη» στο επίπεδο εκείνο που μάς ανέβασε ο Χριστός όταν είπε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού». Απλούστατα εμείς ξεχνάμε όλα αυτά γιατί είμαστε τόσο απασχολημένοι, τόσο βυθισμένοι στις καθημερινές έγνοιες μας και ακριβώς επειδή ξεχνάμε, αποτυχαίνουμε. Μέσα σ’ αυτή τη λησμοσύνη, την αποτυχία και την αμαρτία η ζωή μας γίνεται ξανά «παλαιά», ευτελής, σκοτεινή και τελικά χωρίς σημασία, γίνεται ένα χωρίς νόημα ταξίδι για ένα χωρίς νόημα τέρμα. Καταφέρνουμε να ξεχνάμε ακόμα και το θάνατο και τελικά, εντελώς αιφνιδιαστικά, μέσα στις «απολαύσεις της ζωής» μάς έρχεται τρομακτικός, αναπόφευκτος, παράλογος. Μπορεί κατά καιρούς να παραδεχόμαστε τις ποικίλες «αμαρτίες» μας και να τις εξομολογούμαστε, όμως εξακολουθούμε να μην αναφέρουμε τη ζωή μας σ’ εκείνη τη νέα ζωή που ο Χριστός αποκάλυψε και μάς έδωσε. Πραγματικά ζούμε σαν να μην ήρθε ποτέ Εκείνος. Αυτή είναι η μόνη πραγματική αμαρτία, η αμαρτία όλων των αμαρτιών, η απύθμενη θλίψη και τραγωδία όλων των κατ’ όνομα χριστιανών.
Αν το αναγνωρίζουμε αυτό, τότε μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι το Πάσχα και γιατί χρειάζεται και προϋποθέτει τη Μεγάλη Σαρακοστή. Γιατί τότε μπορούμε να καταλάβουμε ότι η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας και όλος ο κύκλος των ακολουθιών της υπάρχουν, πρώτα απ’ όλα, για να μάς βοηθήσουν να ξαναβρούμε το όραμα και την γεύση αυτής της νέας ζωής, που τόσο εύκολα χάνουμε και προδίνουμε, και ύστερα να μπορέσουμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην Εκκλησία. Πώς είναι δυνατόν να αγαπάμε και να επιθυμούμε κάτι που δεν το ξέρουμε; Πώς μπορούμε να βάλουμε πάνω από καθετί άλλο στη ζωή μας κάτι που ποτέ δεν έχουμε δει και δεν έχουμε χαρεί; Με άλλα λόγια: πώς μπορούμε, πώς είναι δυνατόν να αναζητήσουμε μια Βασιλεία για την οποία δεν έχουμε ιδέα; Η λατρεία της Εκκλησίας ήταν από την αρχή και είναι ακόμα και τώρα η είσοδος και η επικοινωνία μας με τη νέα ζωή της Βασιλείας. Και στο κέντρο της λειτουργικής ζωής, σαν καρδιά της και μεσουράνημά της – σαν ήλιος που οι ακτίνες του διαπερνούν καθετί – είναι το Πάσχα. Το Πάσχα είναι η πόρτα, ανοιχτή κάθε χρόνο, που οδηγεί στην υπέρλαμπρη Βασιλεία του Χριστού, είναι η πρόγευση της αιώνιας χαράς που μάς περιμένει, είναι η δόξα της νίκης η οποία από τώρα, αν και αόρατη, πλημμυρίζει όλη την κτίση: «νικήθηκε ο θάνατος».
Ολόκληρη η λατρεία της Εκκλησίας είναι οργανωμένη γύρω από το Πάσχα, γι’ αυτό και ο λειτουργικός χρόνος, δηλαδή η διαδοχή των εποχών και των εορτών, γίνεται ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα στο Πάσχα, που είναι το Τέλος και που ταυτόχρονα είναι η Αρχή. Είναι το τέλος όλων αυτών που αποτελούν τα «παλαιά» και η αρχή της «νέας ζωής», μια συνεχής «διάβαση» από τον «κόσμο τούτο» στην Βασιλεία που έχει αποκαλυφτεί «εν Χριστώ».
Παρ’ όλα αυτά η «παλαιά» ζωή, η ζωή της αμαρτίας και της μικρότητας, δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί και ν’ αλλάξει. Το Ευαγγέλιο περιμένει και ζητάει από τον άνθρωπο να κάνει μια προσπάθεια η οποία, στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα ο άνθρωπος, είναι ουσιαστικά απραγματοποίητη. Αντιμετωπίζουμε μια πρόκληση. Το όραμα, ο στόχος, ο τρόπος της νέας ζωής είναι για μάς μια πρόκληση που βρίσκεται τόσο πολύ πάνω από τις δυνατότητές μας!
Γι’ αυτό, ακόμα και οι Απόστολοι, όταν άκουσαν τη διδασκαλία του Κυρίου Τον ρώτησαν απελπισμένα: «τις άρα δύναται σωθήναι;» (Ματθ. 19,26). Στ’ αλήθεια δεν είναι καθόλου εύκολο ν’ απαρνηθείς ένα ασήμαντο ιδανικό ζωής καμωμένο με τις καθημερινές φροντίδες, με την αναζήτηση των υλικών αγαθών, με την ασφάλεια και την απόλαυση και να δεχτείς ένα άλλο ιδανικό ζωής το οποίο βέβαια δεν στερείται καθόλου τελειότητας στο σκοπό του: «Γίνεσθε τέλειοι ως ο Πατήρ ημών εν ουρανοίς τέλειος εστίν». Αυτός ο κόσμος με όλα του τα «μέσα» μάς λέει: να είσαι χαρούμενος, μην ανησυχείς, ακολούθα τον «ευρύ» δρόμο. Ο Χριστός στο Ευαγγέλιο λέει: διάλεξε το στενό δρόμο, αγωνίσου και υπόφερε, γιατί αυτός είναι ο δρόμος για τη μόνη (genuine) αληθινή ευτυχία. Και αν η Εκκλησία δεν βοηθήσει πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε αυτή τη φοβερή εκλογή; Πώς μπορούμε να μετανοήσουμε και να ξαναγυρίσουμε στην υπέροχη υπόσχεση που μας δίνεται κάθε χρόνο το Πάσχα; Ακριβώς αυτή είναι η στιγμή που εμφανίζεται η Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτή είναι η «χείρα βοηθείας» που απλώνει σε μάς η Εκκλησία. Είναι το σχολείο της μετάνοιας που θα μάς δώσει δύναμη να δεχτούμε το Πάσχα όχι σαν μια απλή ευκαιρία να φάμε, να πιούμε, ν’ αναπαυτούμε, αλλά, βασικά, σαν το τέλος των «παλαιών» που είναι μέσα μας και σαν είσοδό μας στο «νέο».
Στην αρχαία Εκκλησία ο βασικός σκοπός της Σαρακοστής ήταν να προετοιμαστούν οι «Κατηχούμενοι», δηλαδή οι νέοι υποψήφιοι χριστιανοί, για το βάπτισμα που, εκείνο τον καιρό, γίνονταν στη διάρκεια της αναστάσιμης θείας Λειτουργίας. Αλλά ακόμα και τώρα που η Εκκλησία δεν βαφτίζει πια τους χριστιανούς σε μεγάλη ηλικία και ο θεσμός της κατήχησης δεν υπάρχει πια, το βασικό νόημα της Σαρακοστής παραμένει το ίδιο. Γιατί, αν και είμαστε βαφτισμένοι, εκείνο που συνεχώς χάνουμε και προδίνουμε είναι ακριβώς αυτό που λάβαμε στο Βάπτισμα. Έτσι το Πάσχα για μάς είναι η επιστροφή, που κάθε χρόνο κάνουμε, στο βάπτισμά μας και επομένως η Σαρακοστή είναι η προετοιμασία μας γι’ αυτή την επιστροφή – η αργή αλλά επίμονη προσπάθεια να πραγματοποιήσουμε τελικά τη δική μας «διάβαση», το «Πάσχα» μας στη νέα εν Χριστώ ζωή. Το ότι, καθώς θα δούμε, οι ακολουθίες στη σαρακοστιανή λατρεία διατηρούν ακόμα και σήμερα τον κατηχητικό και βαπτιστικό χαρακτήρα, δεν είναι γιατί διατηρούνται «αρχαιολογικά» απομεινάρια, αλλά είναι κάτι ζωντανό και ουσιαστικό για μας. Γι’ αυτό κάθε χρόνο η Μεγάλη Σαρακοστή και το Πάσχα είναι, μια ακόμη φορά, η ανακάλυψη και η συνειδητοποίηση του τι γίναμε με τον «δια βαπτίσματος» μας θάνατο και την ανάσταση.
Ένα ταξίδι, ένα προσκύνημα! Καθώς το αρχίζουμε, καθώς κάνουμε το πρώτο βήμα στη «χαρμολύπη» της Μεγάλης Σαρακοστής βλέπουμε – μακριά, πολύ μακριά – τον προορισμό. Είναι η χαρά της Λαμπρής, είναι η είσοδος στη δόξα της Βασιλείας. Είναι αυτό το όραμα, η πρόγευση του Πάσχα, που κάνει τη λύπη της Μεγάλης Σαρακοστής χαρά, Φως, και τη δική μας προσπάθεια μια «πνευματική άνοιξη». Η νύχτα μπορεί να είναι σκοτεινή και μεγάλη, αλλά σε όλο το μήκος του δρόμου μια μυστική και ακτινοβόλα αυγή φαίνεται να λάμπει στο ορίζοντα. «Μη καταισχύνης ημάς από της προσδοκίας ημών, Φιλάνθρωπε!»

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Μητροπολίτης Ἐδέσσης Ἰωήλ – Σκέψεις γιὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή


Εἶναι γνωστὸ πὼς στὴν περίοδο αὐτὴ ἔχουμε δυὸ νηστεῖες. Εἶναι περίπου ἑπτὰ ἑβδομάδες αὐστηρῆς νηστείας καὶ μία ἡ ἑβδομάδα τῆς Τυρινῆς ποὺ προηγεῖται, ὀκτώ. Γιὰ πολλοὺς εἶναι μία εὐχάριστη καὶ ἐπιθυμητὴ περίοδος, ἐνῶ γιὰ ἄλλους εἶναι δύσκολη καὶ γιὰ ἄλλους καθόλου εὐχάριστη. Θὰ προσπαθήσουμε νὰ ποῦμε λίγες σκέψεις γιὰ τὴν περίοδο αὐτή, ὅπως τὴν ἔχουν χαρακτηρίσει οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Πρῶτα πρῶτα νὰ θυμηθοῦμε τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Δαμασκηνό, ποὺ κάνει μία γενικὴ παρατήρηση γιὰ τὴν ἁγία Τεσσαρακοστή. Λέγει πρὸς ὅλους μας: «Τὴν Τεσσαρακοστὴν μὴ ἐξουθενεῖτε· μίμησιν γὰρ περιέχει τῆς τοῦ Χριστοῦ πολιτείας». Εἶναι σημαντικὴ παρατήρηση αὐτή. Ὁ Χριστὸς δὲν ἐξουθενώνει, δηλ. δὲν ἀφαιρεῖ τὴ δύναμη τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Πιὸ πλατειὰ θὰ λέγαμε, δὲν περιφρονεῖ τὴν μεγάλη Τεσσαρακοστή. Δὲ λέγει πὼς ἡ περίοδος αὐτὴ δὲν εἶναι σωστή, οὔτε κοροϊδεύει τὴ νηστεία τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε τὴν ἀτιμάζει, οὔτε δυσανασχετεῖ μὲ τὸν ἐρχομό της, οὔτε εὔχεται νὰ περάσει γρήγορα, οὔτε καταλύει τὴ νηστεία ἐπιδεικτικὰ καὶ χωρὶς λόγο, οὔτε προπαγανδίζει πὼς οἱ καιροὶ ἄλλαξαν καὶ πρέπει νὰ ἀλλάξουμε καὶ ἐμεῖς.
Ἡ ἁγία Τεσσαρακοστὴ εἶναι μία μίμηση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ τὴ βάπτισή Του πῆγε στὴν ἔρημο καὶ ἐκεῖ «νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα ὕστερον ἐπείνασεν» (Ματθ. 4,2). Ὁ Χριστὸς ἦταν τέλειος ἄνθρωπος καὶ μέσα Του δὲν εἶχε τὴν ἁμαρτητικὴ φορά, ἀλλὰ χρειαζόταν νὰ μᾶς δώσει τύπο ζωῆς. Ἔπρεπε νὰ ἔχουμε μία εἰκόνα ἀσκήσεως μπροστά μας, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τοῦ σκοποῦ μας, ποὺ εἶναι ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸ Θεό. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ δέχθηκε καὶ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν πειρασμῶν Του «ἄγγελοι διηκόνουν αὐτῷ» (Μάρκ. 1,13). Πολλὰ διδάγματα ἔχει νὰ μᾶς δώσει ἡ περίοδος τῶν πειρασμῶν τοῦ Κυρίου.
Ὁ Χριστὸς ἐκπαιδεύθηκε τρόπον τινα στοὺς πειρασμοὺς μὲ τὴ νηστεία. Ἀργότερα ὁ διάβολος σὰν μία φοβερὴ θύελλα θὰ ἐπιπέσει ἐπάνω Του. Σ᾿ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς βγῆκε νικητής. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ πιστός. Στὴ ζωή μας θὰ ἔχουμε πολλοὺς πειρασμούς. Χρειαζόμαστε ἐκπαίδευση. Ἡ περίοδος τῆς νηστείας εἶναι μία πνευματικὴ ἐκπαίδευση τοῦ Χριστιανοῦ. Μαθαίνει νὰ πολεμᾶ. Ὁ Κύριος μᾶς ἔδειξε τὸν τρόπο, ἀφοῦ πρῶτα αὐτὸς πειράσθηκε.
Ὁ Χριστὸς μέσα στὴν περίοδο τῆς νηστείας πειράσθηκε καὶ νίκησε. Ἐπίσης καὶ οἱ πιστοὶ πειράζονται. Γιατί παραχωρεῖ τοὺς πειρασμοὺς ὁ Θεός; Γιὰ νὰ πληροφορηθοῦμε πὼς εἴμαστε ἀνώτεροι ἀπ᾿ αὐτούς. Γιὰ νὰ ταπεινωνόμαστε. Γιὰ νὰ πληροφορηθεῖ ὁ δαίμονας πὼς τὸν ἐγκαταλείψαμε. Γιὰ νὰ ἀσκηθοῦμε. Γιὰ νὰ λάβουμε σαφῆ πείρα τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ. Ἄγγελοι Κυρίου στηρίζουν τοὺς ἀγωνιστές.
Ὁ διάβολος πείραξε τὸ Χριστὸ κατὰ τὴν περίοδο τῆς νηστείας ὄχι μόνο μὲ τὸν τρόπο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν τόπο. Ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ ἀπομόνωση εἶναι πολλὲς φορὲς ὅπλα τοῦ διαβόλου. Παράδειγμα ἡ Εὔα, τὴν ὁποία πείραξε, ὅταν ἦταν χωρισμένη ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Ἀκόμη, ἡ ἀπομόνωση φέρνει μερικὲς φορὲς τὴν μονοτονία, τὴν ἀκηδία, τὴν πείνα, τὴν ἀδημονία. Τότε κατὰ τὴν περίοδο τῆς νηστείας παίρνει θάρρος καὶ ἐπιτίθεται ἐναντίον μας. Ὅταν ὅμως μᾶς δεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους καὶ συγκεκροτημένους, δὲν ἔχει τὸ θάρρος (γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος) νὰ μᾶς κάνει μεγάλη ζημιά. Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, στὴν περίοδο τῆς νηστείας νὰ συχνάζουμε στὴν Ἐκκλησία, στὶς ἀκολουθίες, καὶ ὅλοι μαζὶ νὰ στηρίζουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο γιὰ νὰ ἐνθαρρυνόμαστε πὼς στὸν ἀγώνα μας δὲν εἴμαστε μόνοι, ἀλλὰ μαζί μας εἶναι ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Τὸν Κύριο Τὸν ἐνθάρρυναν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Καταλαβαίνουμε, συνεπῶς, πόση μεγάλη ὠφέλεια παίρνουμε ἀπὸ τὴν ἁγία Τεσσαρακοστή.
Μετά, ἕνας ἄλλος Ἅγιος της Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, γράφει πὼς κατὰ τὴν περίοδο τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὁ ἄνθρωπος ἐμπορεύεται τὴν πνευματικὴ ἐμπορία καὶ συγκεντρώνει πολὺ πλοῦτο ἀρετῆς. Τονίζει πὼς δὲν εἶναι μεγάλο κατόρθωμα νὰ διέλθουμε τὶς ἡμέρες ἁπλῶς τῆς νηστείας, ἀλλὰ σημασία ἔχει νὰ διορθώσουμε κάτι ἀπὸ τὰ ἐλαττώματά μας καὶ νὰ πλυθοῦμε ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά μας, «εἰ διωρθώσαμεν τί τῶν ἡμετέρων ἐλαττωμάτων, εἰ τὰ ἁμαρτήματα ἀπενιψάμεθα».
Συνηθίζουμε νὰ ρωτᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς «πόσας ἕκαστος ἑβδομάδας ἐνήστευσε· καὶ ἔστιν ἀκοῦσαι λεγόντων τῶν μέν, ὅτι δυό, τῶν δὲ ὅτι τρεῖς, τῶν δέ, ὅτι πάσας ἐνήστευσαν τὰς ἑβδομάδας», δηλαδὴ συμβαίνει νὰ ἀκοῦς νὰ λένε ἄλλος μὲν πὼς νήστευσε δυό, ἄλλος τρεῖς καὶ ἄλλος ὅλες τὶς ἑβδομάδες. Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ κέρδος, ἐὰν δίχως κατορθώματα ἀρετῆς περάσουμε τὴν περίοδο τῆς νηστείας;
Ἐὰν κάποιος λέγει, ὅτι νήστευσα ὅλη τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, σὺ εἰπέ, ὅτι εἶχα ἐχθρὸν καὶ συμφιλιώθηκα μ᾿ αὐτόν· εἶχα συνήθεια νὰ κατηγορῶ καὶ τὴν ἐσταμάτησα· εἶχα συνήθεια νὰ ὁρκίζομαι καὶ ἀπαλλάχθηκα ἀπὸ τὴν κακὴ συνήθεια.... Καμία ὠφέλεια δὲν θὰ ἔχουμε ἀπὸ τὴν νηστεία, ἂν ἁπλῶς καὶ μόνο τὴν περάσουμε εἰκῆ καὶ ὡς ἔτυχε. Ἂν περάσουμε τὴ νηστεία τῶν φαγητῶν, ὅταν περάσουν οἱ σαράντα ἡμέρες, περνᾶ καὶ ἡ νηστεία· ἂν ὅμως ἀπέχουμε ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα καὶ ἡ περίοδος τῆς νηστείας νὰ περάσει, ἐκείνη ἡ νηστεία (δηλ. τῶν ἁμαρτημάτων) πάλιν μένει καὶ θὰ εἶναι συνεχὴς ἡ ὠφέλεια σὲ μᾶς καὶ πρὶν ἀκόμα ἀπὸ τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν θὰ μᾶς χαρίσει ὄχι μικρὲς ἀμοιβὲς ἐδῶ.
Βλέπουμε πῶς ἡ μεγάλη Τεσσαρακοστὴ δὲν εἶναι μία περίοδος γιὰ νὰ νηστεύσουμε μόνο ἀπὸ φαγητά, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐξασκούμαστε στὴν ἀρετή. Ὅταν ὅλα αὐτὰ τὰ κατορθώσουμε, τότε θὰ ἀξιωθοῦμε τὴν κυρία ἡμέρα νὰ προσέλθουμε στὴν πνευματικὴ τράπεζα, δηλ. στὴ θεία Εὐχαριστία, γιὰ νὰ κοινωνήσουμε. Ἡ προσέλευση στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς εἶναι ἱκανὸ κίνητρο, γιὰ νὰ μᾶς παρακινεῖ στὴν πνευματική μας ἄσκηση.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τονίζει πὼς ἡ νηστεία εἶναι καὶ καθάρσιο τοῦ ἐαυτοῦ μας. Πρὸ τῆς μεγάλης ἡμέρας τοῦ Πάσχα, «κάθαρσίς ἐστι προεόρτιος». Ὁ χριστιανὸς ἐπιτυγχάνει τὴ «συννέκρωση» μὲ τὸ Χριστό, συμμετέχει στὴ νέκρωση τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ὁ Κύριος νεκρώνει τὴ σάρκα Του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἔτσι καὶ οἱ χριστιανοὶ νεκρώνουν τὰ πάθη τους γιὰ τὴ σωτηρία τὴν ἰδική τους. Ὁ Κύριος νήστευσε λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν πειρασμό, ἐμεῖς πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα.
Μὲ τέτοιες σκέψεις ἂς διέλθουμε τὸ στάδιο τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς γιὰ νὰ ὠφεληθοῦμε πολύ.

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ 2012

αββά Ισαάκ Σύρου
Παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού. Μέσα σ’ αυτήν υπάρχει η τρυφή όλων των μακαρισμών. Σ’ αυτόν τον παράδεισο ο μακάριος Παύλος τράφηκε με υπερφυσική τροφή. Και αφού γεύθηκε εκεί το ξύλο της ζωής, έκραξε λέγοντας: «αυτά που μάτι δεν τα είδε, ούτε αυτί τα άκουσε, κι ούτε που τα’ βαλε ο λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούν» (1 Κορ. 2, 9). Από αυτό το ξύλο της ζωής εμποδίστηκαν ο Αδάμ με τη συμβουλή του διαβόλου.
Το ξύλο της ζωής είναι η αγάπη του Θεού, από την οποία εξέπεσε ο Αδάμ και δεν μπόρεσε πια να χαρεί, παρά δούλευε και έχυνε τον ιδρώτα του στη γη των αγκαθιών. Όσοι στερήθηκαν την αγάπη του Θεού, δηλ. τον παράδεισο, τρώνε με την εργασία τους, μέσα στ’ αγκάθια, το ψωμί του ιδρώτα, και αν ακόμη βαδίζουν στον ίσιο δρόμο των αρετών. Είναι το ψωμί που επέτρεψε ο Θεός στον πρωτόπλαστο να φάει μετά την έκπτωσή του. Μέχρι να βρούμε λοιπόν την αγάπη, η εργασία μας είναι στη γη των αγκαθιών και μέσα σ’ αυτά σπέρνουμε και θερίζουμε, κι ας είναι ο σπόρος μας σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μας κεντάνε τα αγκάθια και, όσο και να δικαιωθούμε, ζούμε μέσα σ’ αυτά με τον ιδρώτα του προσώπου μας.Όταν όμως μέσα στον έμπονο και δίκαιο αγώνα μας, βρούμε την αγάπη του Θεού, τρεφόμαστε με ουράνιο άρτο και δυναμώνουμε, χωρίς να εργαζόμαστε με αγωνία και χωρίς να κουραζόμαστε, όπως οι χωρίς αγάπη άνθρωποι. Ο ουράνιος άρτος είναι ο Χριστός, που ήρθε κάτω σε μας από τον ουρανό και δίνει στον κόσμο την αιώνια ζωή. Και αυτή η ζωή είναι η τροφή των αγγέλων.Όποιος βρήκε των αγάπη, κάθε μέρα και ώρα τρώγει το Χριστό κι από αυτό γίνεται αθάνατος (Ιω. 6, 58). Διότι «ο τρώγων – λέει - από τον άρτο που εγώ θα του δώσω, ποτέ (“εις τον αιώνα”) δε θα πεθάνει». Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος που τρώγει από τον άρτο της αγάπης, που είναι ο Ιησούς. Ότι βέβαια, αυτός που τρώγει από την αγάπη, τρώγει το Χριστό, το Θεό των πάντων, το μαρτυρεί ο απόστολος Ιωάννης, όταν λέει ότι «ο Θεός είναι αγάπη» (1 Ιω. 4, 8). Λοιπόν όποιος ζει στην αγάπη, λαμβάνει από το Θεό ως καρπό τη ζωή, και σ’ αυτό τον κόσμο οσφραίνεται από τώρα εκείνο τον αέρα της ανάστασης, στον οποίο εντρυφούν οι κοιμηθέντες δίκαιοι.

********************************************************************************
Ταπεινώσου και αγάπα την αλήθεια, και ο Κύριος οπωσδήποτε θα σου δώσει να Tον γνωρίσεις με το Άγιο Πνεύμα. Και τότε θα γνωρίσεις με την πείρα σου ΤΙ είναι η αγάπη Tου Θεού και ΤΙ η αγάπη του ανθρώπου!

Υπάρχει μικρή αγάπη, υπάρχει μέση, υπάρχει και τέλεια. Όποιος φοβάται την αμαρτία αυτός αγαπά τον Θεό. Όποιος έχει κατάνυξη, αυτός αγαπά περισσότερο. Όποιος έχει στην ψυχή του φως και χαρά, αυτός αγαπά ακόμη περισσότερο. Και όποιος έχει τη χάρη και στην ψυχή και στο σώμα, αυτός έχει την τέλεια αγάπη. Τέτοια χάρη έδινε το Άγιο Πνεύμα στους μάρτυρες και με αυτήν υπέμεναν με γενναιότητα όλους τους πόνους!

Ποιος τάχα θα μπορούσε να μιλήσει για τον παράδεισο, πώς είναι εκεί; Για τον παράδεισο μπορεί να μιλήσει μόνο όποιος γνώρισε εν Πνεύματι Αγίω τον Κύριο και την αγάπη Του για μας. Ο Κύριος είναι τόσο αγαθός, ώστε η ψυχή από την αγάπη Του τίποτε άλλο δεν μπορεί να θυμηθεί। Η χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι τόσο γλυκιά και τόσο αλλοιώνεται από αυτήν ολόκληρος ο άνθρωπος, ώστε να λησμονεί ακόμα και τους γονείς του.

Ψυχή που γνώρισε τον Κύριο και την αγαλλίαση κοντά Του, δεν επιθυμεί πια τίποτε στη γη κι δεν προσκολλάται σε τίποτε γήινο. Κι αν της πρότειναν βασιλεία, δεν θα τη δεχόταν, γιατί η αγάπη Του Χριστού είναι τόσο τερπνή και προξενεί τέτοια χαρά και αγαλλίαση στην ψυχή, που ούτε η βασιλική ζωή δεν μπορεί να την ικανοποιήσει! […]

Ο Κύριος αγαπά τόσο πολύ τον άνθρωπο, που δεν μπορούμε ούτε να το σκεφτούμε। Μακάριος ο αμαρτωλός που στράφηκε στον Θεό και Τον αγάπησε! Όποιος μίσησε την αμαρτία, ανέβηκε το πρώτο σκαλοπάτι της ουράνιας κλίμακας. Όταν ο εμπαθής λογισμός δεν μπορεί να προσβάλει την ψυχή, αυτό είναι το δεύτερο σκαλοπάτι. Κι όποιος γνώρισε με το Άγιο Πνεύμα την τέλεια αγάπη, αυτός βρίσκεται στο τρίτο σκαλοπάτι. Αυτό όμως είναι σπάνιο.

Για να φτάσουμε στην αγάπη Του Θεού, πρέπει να τηρούμε όλα όσα παρήγγειλε ο Κύριος στο Ευαγγέλιο। Πρέπει να συμπάσχει η καρδιά μας και όχι μόνο τον άνθρωπο να αγαπούμε, αλλά να συμπονούμε και κάθε πλάσμα, κάθε κτίσμα του Θεού.

Να, ένα πράσινο φύλλο στο δέντρο, κι εσύ το έκοψες χωρίς λόγο. Αν και δεν είναι αμαρτία, όμως, πώς να το πω, προκαλεί τον οίκτο∙ η καρδιά που έμαθε να αγαπά λυπάται και το φύλλο, και όλη την κτίση. Και ο άνθρωπος είναι μεγάλο δημιούργημα! Αν βλέπεις ότι παραπλανήθηκε και θα καταστραφεί, προσευχήσου γι’ αυτόν και κλάψε, αν μπορείς, αλλιώς, στέναξε τουλάχιστον γι’ αυτόν ενώπιον του Θεού. Και την ψυχή που ζει έτσι την αγαπά ο Κύριος, γιατί έγινε όμοια με Αυτόν.

Έτσι προσευχόταν ο όσιος Παΐσιος ο Μέγας για να συγχωρήσει ο Κύριος το μαθητή του, που αρνήθηκε τον Χριστό και παντρεύτηκε μια Εβραία. Αυτή του η προσευχή ευχαρίστησε τόσο πολύ τον Κύριο, ώστε ο Ίδιος θέλησε να παρηγορήσει το δούλο Του και εμφανίστηκε σε αυτόν και Του είπε: « Παΐσιε, γιατί προσεύχεσαι γι’ αυτόν που με απαρνήθηκε;» Αλλά ο Παΐσιος απάντησε: «Κύριε Εσύ ως ελεήμων, συγχώρεσέ τον». Τότε λέει ο Κύριος: « Παΐσιε, έγινες όμοιος μ’ Εμένα στην αγάπη»! Τόσο ευπρόσδεκτη είναι στον Κύριο η προσευχή για τους εχθρούς!

Η ψυχή δεν μπορεί να έχει ειρήνη, αν δεν προσεύχεται για τους εχθρούς। Η ψυχή που διδάχθηκε από τη χάρη Του Θεού να προσεύχεται, αγαπά και λυπάται όλη τη δημιουργία, και προπαντός τον άνθρωπο, για τον οποίο (ο Κύριος) έπαθε επάνω στο σταυρό και πονούσε βαθιά για όλους μας.

Ο Ελεήμων Κύριος με δίδαξε με τη χάρη Του να αγαπώ τους εχθρούς. Χωρίς τη χάρη Του Θεού δεν μπορούμε να αγαπούμε τους εχθρούς! Το Άγιο Πνεύμα, όμως, εμπνέει αγάπη, και τότε η ψυχή λυπάται ακόμη και τους δαίμονες, γιατί εξέπεσαν από το αγαθό και έχασαν την ταπείνωση και την αγάπη για τον Θεό!

Κύριε , δώσε μου να ΑΓΑΠΩ μόνο Εσένα. Εσύ με έπλασες, Εσύ με φώτισες με το άγιο βάπτισμα, Εσύ συγχωρείς τις αμαρτίες μου και μου δίνεις τη χάρη να κοινωνώ το τίμιο Σώμα και Αίμα Σου. Δώσε μου τη δύναμη να μένω πάντα κοντά Σου. Κύριε, δώσε μου αδαμιαία μετάνοια και την αγία σου ταπείνωση!

Αρχιμανδρίτου Σωφρόνιου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλία


Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΟΥ ΘΡΗΝΟΥ ΟΜΙΛΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Ὁμιλία τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέου
Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης

«Περὶ τῆς ὑποθέσεως
τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου» 

.            Τὸ περιεχόμενον τῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου ἀποτελεῖ κάτι σὰν προγύμνασμα καὶ προετοιμασία, γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ πλησιάσουν τὴν ἱερὰ ταπείνωση, ποὺ περιέχεται σὲ ὅλες τὶς ἀρετές, ἐπάνω στὶς ὁποῖες στηρίζεται πράγματι ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν θεομίσητον ἀλαζονείαν, ἡ ὁποία ἀποτρέπει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ κάθε φιλόχριστον ἀρετή. Ποῖος λοιπὸν δὲν θὰ ποθήση νὰ μιμηθῆ τὸν τελώνην καὶ τὴν ἐπιστροφὴν καὶ τὴν μετάνοιάν του, καὶ δὲν θὰ ἀποστραφῆ τὴν ἔπαρση τοῦ Φαρισαίου, ἀφοῦ ἡ μὲν ταπείνωσις συνδέεται μὲ τὸν Χριστόν, ἡ δὲ ἀλαζονεία μὲ τὸν ὑπερήφανον δαίμονα; Ἡ ἀλαζονεία εἶναι χωρὶς ἀμφιβολία αὐτὴ ποὺ ἔκανε τὸν πρῶτον ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ ὀνομαζόταν καὶ ἑωσφόρος, διάβολον. Αὐτὴ ἐξεδίωξε τὸν γενάρχην Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισον. «Καθεῖλε δυνάστας ἀπὸ θρόνων καὶ ὕψωσε ταπεινούς». «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». Αὐτὴ καταδικάζει τὸν Φαραώ: «Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, οὐκ ἔστι Θεός». Αὐτὴ κατέβαλε τὸν Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρίῳ Θεῷ σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις», καὶ «οὐ ποιήσεις οὐδὲν ὁμοίωμα». Ἂν καὶ τοῦ ἑνὸς ἡ ἀρρώστια ἐθεραπεύθη, ἐνῶ τοῦ ἄλλου τὸ πάθος κατήντησεν ἕξις. Ἀληθῶς, πυρετὸς εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια ποὺ ἀδρανοποιεῖ τὴν εὐαισθησία τοῦ ἀρρώστου, ψυχασθένεια φοβερὰ ποὺ ἐρεθίζει τὸν ἄνθρωπο πρὸς πτῶσιν, ὑδρωπικία εἶναι, γεμάτη ἀπὸ ὑγρὸ καὶ ἀέρα. «Τίς γὰρ ἀναβήσεται εἰς τὸ ὅρος Κυρίου; Ἀθῶος χερσὶ καὶ καθαρὸς τῇ καρδίᾳ, ὃς οὐκ ἔλαβε ἐπὶ ματαίῳ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ». Τοιαύτη ἦταν ἡ ματαιότης καὶ ἡ ἀγερωχία τοῦ Τύρου, ποὺ ἀφαιρώντας του καὶ τὴν τελευταίαν ἰκμάδα χάριτος, τὸν ἄφησε σὰν ξηραμένην γῆ. Ὁπωσδήποτε τὸ γνωρίζετε αὐτὸ καὶ μὲ τὸν λόγο καὶ μὲ τὴν πείρα. Ὁ ἀλαζὼν δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη τῆς τελειοποιητικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἄνυδρος καὶ ξηρός, ἀφοῦ τοῦ λείπει ἡ ζωτικὴ θερμότης καὶ ἡ ζωογόνος ὑγρασία. Σ’ αὐτόν, ὅπως στὸ ἀπογυμνωμένον δένδρο, φτιάχνει τὴν φωλιὰ του ὁ νυκτοκόρακας διάβολος.
.            Καὶ μὲ ἕνα λόγον, ἡ ταπείνωσις εἶναι τροφὸς τῶν ἀρετῶν, ἀρχὴ καὶ τέλος καὶ κεφαλὴ τοῦ κάλλους τῆς χριστιανικῆς εὐσεβείας. Ἀφανισμὸς τῶν παθῶν, διατήρησις τῆς ὑγρασίας στὴν ρίζα τῆς πίστεως. Ἡ ταπείνωσις συνυπάρχει μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος διώκει τὴν ἀνομίαν, ὅπως εἶπαν καὶ ὁ Ἱερεμίας καὶ ὁ Σολομών. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου». Αὐτὴ κάνει τὸν Τελώνη κήρυκα τοῦ Πνεύματος, ἡ δὲ ἀλαζονεία κατασκευάζει τὸν Φαρισαῖον, τύμπανον κενὸ ποὺ ματαίως ἀλαλάζει. Ἀληθῶς σὰν τὰ ρόδια τῶν Σοδόμων εἶναι ὁ ὑποκριτής, πεπόνι ὄμορφον ἀπ’ ἔξω, ἀλλὰ ἐσωτερικῶς σάπιος καὶ ἄχαρος.
.            Ἀνέβη στὸν ναὸν ὁ Τελώνης, καὶ μάλιστα ἀνέβη καὶ σωματικῶς καὶ ψυχικῶς. Ἀνέβη στὸν ναὸν ὁ Φαρισαῖος σωματικῶς, ὄχι ὅμως καὶ ψυχικῶς. Διότι ὁ μὲν ἕνας ἀνέβη κατεβαίνοντας ψυχικῶς μὲ τὴν ταπείνωση, ἐνῶ ὁ ἄλλος κατέβη ψυχικῶς ἀνεβαίνοντας μὲ τὴν ὑπερηφάνεια. Ὁ ἕνας ἀνέβη μὲ «ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ», κατὰ τὸν Δαυίδ, ἐπῆρε δηλαδὴ τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Παράδεισον, ἐνῶ ὁ ἄλλος κατέβη κατεβαίνοντας στὸν ἑωσφόρο, τὸν ἀρχηγὸν τῆς ὑπερηφανείας. Ὁ ἕνας ἀνέβη μὲ τὴν ἀνάβαση καὶ τὴν ἐπίδοση στὶς ἀρετές, ἐνῶ ὁ ἄλλος κατέβη ἀπὸ τὶς ἀρετές, καὶ ἀπὸ αὐτὲς ἐπέρασε στὶς κακίες.
.            Πολλοὶ ἔρχονται μέσα στὸν ναόν, ἀλλὰ λίγοι μετέχουν τῆς ἱερότητός του, διότι δὲν εἶναι ἄξιοι τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ ὁ ὑπερήφανος «οὐ μένει ἐν τὴ ἀγάπη, ὁ δὲ μὴ μένων ἐν τὴ ἀγάπη, ἐν τῷ Θεῶ οὐ μένει», κατὰ τὸν Ἰωάννην. Ἐνῶ αὐτὸς ποὺ παραμένει στὴν ἀγάπη, μένει στὸν Θεόν, καὶ ὁ Θεὸς σ’ αὐτόν, καὶ εἶναι ναὸς Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλον. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι κυρίως εἰσέρχονται στὸν ἱερὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, στοὺς ὁποίους καὶ ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μὲ ἰδιαίτερον τρόπο. Φωτίζει δὲ ὁ Θεὸς μόνον τοὺς νηπίους καὶ μικρούς, κατὰ τὸν μουσουργὸν Δαυίδ. Διότι «ὅπου ταπείνωσις, ἐκεῖ καὶ σοφία» κατὰ τὸν Σολομώντα. Σοφία πίστεως καὶ σοφία πράξεως.
.            Αὐτὴ ἡ σοφία ἔλειπε ἀπὸ τὸν Φαρισαῖο, γι’ αὐτὸ καὶ σὰν ὑποκριτὴς ποὺ εἶναι, εὐχαριστεῖ μόνον γιὰ τὰ ἐξωτερικὰ τὸν Θεόν, ἐσωτερικῶς δὲ γίνεται ἀχάριστος πρὸς τὸν Θεόν. Διότι δὲν τηρεῖ τὴν ἐντολὴν «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν». Ἦταν καλὸς ὁ λόγος «εὐχαριστῶ σοι», ἐπειδὴ ὁ Φαρισαῖος δὲν ἀπέδιδε τὴν ἀρετὴν στὸν ἑαυτόν του, ὅπως ὁ Ναβουχοδονόσορ καὶ ὁ Σεμεΐας καὶ ὁ Πέτρος. Σ’ αὐτὴν τὴν ὑπερηφάνεια εἶχε πέσει ὁ ἑωσφόρος καὶ ὁ Ἀδάμ. Ἐνόμιζε ὅμως πὼς ἔχει αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε. Καὶ ἂν τὸ εἶχε, τὸ ἔχασε μὲ τὴν ὑπερηφάνεια. Ἐπειδὴ κι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει, ὀφείλει νὰ ὁμολογῆ ὅτι δὲν ἔχει, καὶ νὰ λέγη: «Ἀχρεῖος δοῦλος εἰμί», ἐπειδὴ «οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν».
.            Πράγματι ἀποβάλλει τὴν ἀρετὴν αὐτὸς ποὺ δὲν ταπεινώνεται καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἀγαπᾶ, καταφρονεῖ. Ἀληθῶς, εἶναι ἀρχὴ κάθε εἴδους ἁμαρτίας ἡ ὑπερηφάνεια. Αὐτὴν ἀκολουθεῖ ὁ φθόνος, τὸν φθόνον ὁ φόνος. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς ὁ Ἀβεσσαλὼμ βλέπει σὰν ἐχθρὸν τὸν πατέρα του, καὶ σπεύδει νὰ τὸν φονεύση. Εἶναι ὄντως χειρότερος ὁ κρυφὸς κακὸς ἀπὸ τὸν φανερόν, καὶ δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸν διάβολον, ὁ ὁποῖος ἐξηπάτησε τὸν πρωτόπλαστο μὲ τὸν ὄφιν. Γι’ αὐτὸ ὁ φανερὰ κακότροπος δικαιώνεται, καὶ ὁ ἀφανὴς καταδικάζεται. Ἐπειδὴ ὁ ἕνας ἔχει μόνον τοὺς κακοὺς τρόπους, ἐνῶ στὸν ἄλλον ἀκολουθοῦν τὸ ψεῦδος καὶ ἡ ἀπάτη, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἄκρα ἀλήθεια τὸν ἀποδιώκει. Ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ποὺ χαρακτηρίζει τοὺς ἐκλεκτούς, σύμφωνα μὲ τὴν δευτέραν ἐπιστολὴ τοῦ Πέτρου, τὸ πρῶτο κεφάλαιό της πρὸς Ἐφεσίους τοῦ Παύλου καὶ τὸ τρίτο πρὸς Κολασσαεῖς, ἡ δὲ ἔχθρα ἀποδοκιμάζει. Ὁ Τελώνης ἀνεγνώρισε τὴν ἁμαρτία του, καὶ ἐδικαιώθη, φεύγοντας μακριά της. Γι’ αὐτὸ καὶ ζεῖ, σύμφωνα μὲ τὸν Ἰεζεκιήλ. Αὐτὴ τὴν ζωὴν ηὗρε καὶ ὁ Δαυίδ, ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Νάθαν. Ὁ Φαρισαῖος δὲν ἀνεγνώρισε τὴν ἁμαρτία του καὶ ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὴν ζωή. Καὶ πρόσεξε πάλι καλὰ τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιον: «Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ Ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος Τελώνης». Γιὰ παραδειγματισμὸν τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δικαιώνουν τοὺς ἑαυτούς των καὶ ἐξουθενώνουν αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν, παρουσιάζει ὁ Κύριος τὸν Φαρισαῖον ὡς παράδειγμα τῶν ὑπερηφάνων, τὸν δὲ Τελώνην ὡς παράδειγμα αὐτῶν ποὺ ἁμαρτάνουν ἀλλὰ προσεύχονται καὶ ἐξομολογοῦνται μὲ συντετριμμένην καρδίαν, ὥστε νὰ μᾶς διδάξη ὅλους νὰ μισοῦμε τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν δὲ ταπείνωση νὰ τὴν ἀγαποῦμε.

.            Δείχνει καθαρὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν παραβολὴν ὁ Χριστός, ὅτι ἡ μὲν δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀρετὴ εἶναι μεγάλες καὶ φέρουν τὸν ἄνθρωπο κοντὰ στὸν Θεόν, ὅταν ὅμως συνδυασθοῦν μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, ρίπτουν τὸν ἄνθρωπο στὸν κατώτερον βυθό. Αὐτὸ ἔπαθε καὶ ὁ Φαρισαῖος καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν αἰτία κατεκρίθη καὶ κατέληξε στὴν ἀπώλεια. Διότι ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι βδελυκτὴ καὶ μισητὴ καὶ βαρυτέρα ἀπὸ κάθε κακίαν, καὶ ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐνῶ ἡ ταπείνωσις μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση, τὸν δικαιώνει καὶ τὸν ἀξιώνει τῆς σωτηρίας, τὸν φέρει δὲ καὶ τὸν τοποθετεῖ κοντὰ στὸν Θεόν. Αὐτὸ ηὗρε ὁ Τελώνης καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν αἰτίαν ἐδικαιώθη καὶ ἠξιώθη τῆς σωτηρίας. «Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτόν, εἶπε. Ὁ Θεὸς εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὔκ εἰμι ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι». Ἀλίμονο, τί ὑπερηφάνεια! Ὁ Κύριος καὶ ὁ Ἡσαΐας τὴν κατακρίνουν, ἐπειδὴ αὐτὴ κατέβασε τὸν Ἰωσὴφ στὴν Αἴγυπτο, καὶ προξένησε στὸν Φαραὼ τὸ θράσος καὶ ἀκολούθως ὅλα τὰ κακὰ τότε στὴν Αἴγυπτο. Ἀλίμονο στὸ ἀναιδέστατο στόμα. Δὲν εἶμαι, λέγει, ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἢ καὶ ὅπως αὐτὸς ἐδῶ ὁ Τελώνης. Ὡς ἀρχὴ τῆς ὑπερηφανείας ἐμφανίζεται ἡ ὕβρις. Διότι ὅποιος περιφρονεῖ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς θεωρεῖ σὰν ἕνα τίποτε, καὶ τοὺς ἀποστρέφεται, ἄλλους ὡς πτωχούς, ἄλλους ὡς ταπεινῆς καταγωγῆς, ἄλλους ὡς ἀμαθεῖς καὶ ἁπλοϊκούς, ἄλλους δὲ ὡς ἀδίκους καὶ ἁμαρτωλούς, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὕβρη παρασύρεται, καὶ μόνον τὸν ἑαυτόν του θεωρεῖ σοφόν, συνετόν, εὐγενῆ, πλούσιον, δυνατόν, δίκαιον καὶ ἀνώτερον ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Πράγματι, ἡ ὕβρις εἶναι ἀρχὴ τῆς ὑπερηφανείας, καὶ ἡ ὑπερηφάνεια κακὸν γεννημένον ἀπὸ τὴν ὕβρη. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ περιβόητος ἡμέρα τοῦ Κυρίου θὰ ἐκδικηθῆ κάθε ὑβριστὴν καὶ ὑπερήφανον, ἐπειδὴ οἱ ἁμαρτίες αὐτὲς ὡς συγγενεῖς τιμωροῦνται μὲ τὸν ἴδιον τρόπο.
.            Ὁ Φαρισαῖος ἔδειξε καὶ μὲ τὸ σχῆμα καὶ μὲ τὴν στάση του τὴν ὑψηλοφροσύνη καὶ τὴν ἀλαζονεία ποὺ εἶχε. Καὶ τὰ λόγια του στὴν ἀρχὴ μὲν ἦσαν λόγια εὐγνωμοσύνης, διότι ἔλεγε «ὁ Θεὸς εὐχαριστῶ σοι». Μετὰ ἀπ’ αὐτὰ ὅμως, ὅσα εἶπε ἦσαν γεμάτα ἀπὸ ἀλαζονεία καὶ ὑπερηφάνεια. Ἐπειδὴ δὲν εἶπε: Σὺ μὲ δημιούργησες, Κύριέ μου, καὶ μὲ τὴν βοήθεια τὴν ἰδική σου ἐλευθερώνομαι ἀπὸ κάθε ἀδικία καὶ ἁρπαγὴν καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα κακά. Διότι λέγει: «Τί ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες;». Ἀλλὰ ὅλα τὰ κατορθώματα θεωροῦσε ὅτι τὰ εἶχε κατορθώσει μὲ τὴν ἰδικὴν του δύναμη. Κάθε ἄνθρωπος πρέπει νὰ γνωρίζη μὲ βεβαιότητα ὅτι χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δὲν ἠμπορεῖ, οὔτε ἔχει τὴν δύναμη νὰ κατορθώση κάτι καλό. «Χωρὶς ἐμοῦ» λέγει ὁ Χριστὸς «οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Καὶ ὁ Ἀπόστολος «οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ».
.            Γι’ αὐτὸ ὁ μὲν Τελώνης ἦταν κῆπος ποὺ ἔπλεε στὰ πνευματικὰ ὕδατα, ὁ δὲ Φαρισαῖος βαλανιδιὰ χωρὶς φύλλα, σύμφωνα μὲ τὸν Ἡσαΐα καὶ τὸν Σολομώντα. Διότι ἂν καὶ ἔχουμε τιμηθῆ μὲ τὸ αὐτεξούσιον τῆς προαιρέσεως, ἀλλ’ ὅμως χωρὶς τὴν συμμαχίαν ἀπὸ ὑψηλά, κανένα ἀνδραγάθημα δὲν θὰ κατορθώσωμε νὰ ἐπιτελέσωμε. Μὴ λοιπὸν θεωροῦμε ἰδικές μας τὶς νίκες στοὺς ἀγῶνες. Ἰδική μας εἶναι μόνον ἡ προαίρεσις γιὰ τὸ καλλίτερον, καὶ ἡ προσπάθεια, τοῦ Θεοῦ δὲ ἡ πραγματοποίησις τῆς ἀγαθῆς ἐπιθυμίας καὶ διαθέσεως ἐκείνου ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἐκ φύσεως τὴν δυνατότητα, ἀλλὰ λαμβάνει ἀπὸ τὴν χάρη τὴν ἱκανότητα νὰ λέγη «ἠμπορῶ…». Ὁ ἀντίθετος ἰσχυρισμὸς εἶναι περιαυτολογία καὶ καύχησις. «Τί γὰρ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;».

.           «Νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι». Ἐπειδὴ κατηγόρησε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τὸν Τελώνην ὁ Φαρισαῖος ὅτι εἶναι μοιχοὶ καὶ ἅρπαγες, αὐτὸς προβάλει ἀλαζονικῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴν μοιχεία τὴν νηστεία. Ἐπειδὴ ἡ πορνεία προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση. Διότι ὁ χορτασμὸς εἶναι πατέρας τῆς ὕβρεως, καὶ ἡ πορνεία γεννιέται ἀπὸ τὸ γεμάτο στομάχι. Ὁ Φαρισαῖος ὅμως καταξηραίνοντας τὸ σῶμα μὲ τὴν νηστείαν, ἐκαυχᾶτο ὅτι ἀπέχει πολὺ ἀπὸ αὐτὰ τὰ πάθη. Ἐπειδὴ οἱ Φαρισαῖοι νηστεύουν δύο ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, Δευτέρα καὶ Πέμπτη. Ἀπέναντι δὲ στὸ «ἅρπαγες καὶ ἄδικοι», ὁ Φαρισαῖος ἔβαλε τὸ «ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι». Ἐκαυχήθη ὅτι τόσον ἐναντιώνετο στὴν ἁρπαγὴ καὶ στὴν ἀδικίαν, ὥστε νὰ δίδη καὶ τὰ ἰδικά του σὲ ἄλλους. Διότι οἱ Ἑβραῖοι ἔδιδαν τὸ ἕνα δέκατον ἀπὸ ὅσα εἶχαν, καὶ ἀργότερα τὰ τρία δέκατα, τὸ ἕνα τρίτον δηλαδὴ τῆς περιουσίας τους. Ἀλλὰ καὶ τὶς ἀπαρχὲς καὶ τὰ πρωτοτόκια καὶ ἄλλα πολλὰ ἔδιδαν γιὰ τὰ ἁμαρτήματα, περὶ καθαρισμοῦ, στὶς ἑορτές, ὅταν ἐγίνοντο περικοπὲς στὰ χρέη τους, καὶ ὅταν ἐλευθέρωναν τοὺς δούλους καὶ ἐπίσης ὅταν ἔπαιρναν δάνεια χωρὶς τόκον. Ὅλα αὐτὰ ἐὰν συμψηφισθοῦν καὶ ὑπολογισθοῦν, δείχνουν ὅτι τὴν μισὴν περιουσία τους τὴν ἔδιδαν στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, χωρὶς νὰ ὑψηλοφρονοῦν καὶ νὰ ἀλαζονεύωνται ὅτι κάνουν κάτι μεγάλο. Καὶ μάλιστα ἂς ἀναλογισθοῦμε ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον λέγει: «Ἐὰν μὴ περισσεύση ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐκ εἰσελεύσεσθε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
.           «Ὁ δὲ Τελώνης μακρόθεν ἐστώς, οὐκ ἤθελε οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπάραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων. Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν ὅτι κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. Ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». Ἐπειδὴ ὁ Τελώνης δὲν εἶχεν ἔργα ἀγαθά, οὔτε νὰ τὰ ἀπαριθμήση ἠμποροῦσε στὴν προσευχή του, ὅπως ὁ Φαρισαῖος. Ἀλλὰ κτυποῦσε τὸ στῆθος καὶ μαστίγωνε τὴν καρδία του, καὶ μὲ πολλὴν συντριβὴ καὶ κατάνυξιν ἔλεγε: «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξιλεώνεται ἀπὸ τὸν ἐλεήμονα καὶ διαλλακτικὸν Κύριον. Διότι ὅλα τὰ ἁμαρτήματα τὰ ἀφανίζει ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ δὲ ὑπερηφάνεια ἀφανίζει ὅλες τὶς ἀρετές, ἐπειδὴ εἶναι μεγαλυτέρα καὶ βαρυτέρα ἀπὸ κάθε ἁμαρτία καὶ κακία. Εἶναι καλύτερα, ὅταν ἁμαρτάνωμε, νὰ ἐπιστρέφωμε καὶ νὰ ταπεινωνώμεθα, παρὰ νὰ κατορθώνωμε κάτι καὶ μετὰ νὰ ὑψηλοφρονοῦμε. Ὁ Τελώνης ἀπηλλάγη ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα, ἐπειδὴ ἐδέχθη τὴν κατηγορίαν τοῦ Φαρισαίου μὲ πραότητα καὶ ὑπομονήν, ἐνῶ ὁ Φαρισαῖος ἀπὸ τὴν δόξα ἔπεσε στὸ βάραθρον τῆς ἀτιμίας, ἐπειδὴ ἐδικαίωσε τὸν ἑαυτόν του καὶ κατηγόρησε τὸν Τελώνη καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ὁ Τελώνης ἀπὸ τὴν ἀξιοκατάκριτον ζωὴ καὶ τὴν ἁμαρτίαν ἐπανῆλθε στὴν μακαρίαν ζωὴ καὶ κατάσταση, ἐνῶ ὁ Φαρισαῖος ἐταπεινώθη ἐξ αἰτίας τοῦ μεγέθους τῆς ὑψηλοφροσύνης του.

.            Δύο πράγματα ἀπαιτοῦνται ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, νὰ κατακρίνωμε τὰ ἰδικά μας ἁμαρτήματα καὶ νὰ συγχωροῦμε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων. Διότι ἐκεῖνος ποὺ βλέπει τὰ ἰδικά του ἁμαρτήματα, συγχωρεῖ πιὸ εὔκολα τοὺς ἄλλους, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ κατακρίνει τοὺς ἄλλους, τὸν ἴδιον του ἑαυτὸν κατακρίνει καὶ καταδικάζει, ἔστω καὶ ἂν ἔχη πολλὲς ἀρετές. Ἀληθῶς μεγάλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ μὴ κατακρίνωμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ τοὺς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί. Ἐμεῖς ὅμως, ἀφήνοντας τὶς ἰδικές μας ἁμαρτίες, τοὺς ἄλλους ἰδίως κατακρίνουμε, τοὺς ἄλλους ἐξετάζουμε, μὴ γνωρίζοντας ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν εἴμεθα δικαιότεροι ἀπὸ ἄλλους, ἐὰν κατακρίνωμε τοὺς ἄλλους, γινόμεθα ἔνοχοι καὶ εἴμεθα ἄξιοι τῆς ἰδίας τιμωρίας καὶ τῶν ἰδίων βασάνων, τῶν ὁποίων εἶναι ἄξιος καὶ αὐτὸς τὸν ὁποῖον κρίνουμε. «ᾯ γὰρ κρίματι κρίνετε» λέγει, «τούτῳ καὶ κριθήσεσθε». Διότι αὐτὸς ποὺ πορνεύει, παραβαίνει ἐντολήν, ὅπως καὶ ἐκεῖνος ποὺ τὸν κρίνει. Ὥστε καὶ οἱ δύο παραβαίνουν θείαν ἐντολή, καὶ αὐτὸς ποὺ πορνεύει καὶ ἐκεῖνος ποὺ κρίνει.
.        Ἀλλὰ ἂς μεταφέρωμε μᾶλλον τὴν ἐξέταση τῶν ἄλλων καὶ τὴν λεπτομερῆ ἐνασχόληση στοὺς ἑαυτούς μας, ἀγαπητοί. Καὶ ἐὰν ἰδοῦμε κάποιους νὰ ἁμαρτάνουν, ἐμεῖς ἂς ἔχωμε τὶς ἰδικές μας ἁμαρτίες ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας, καὶ ἂς θεωροῦμε τὰ ἰδικά μας χειρότερα ἀπὸ τῶν ἄλλων. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἡμάρτησε, ἴσως καὶ τὴν ὥραν τῆς ἁμαρτίας νὰ μετενόησε, ἐνῶ ἐμεῖς μένουμε πάντοτε ἀδιόρθωτοι κατακρίνοντας καὶ ἐξετάζοντας ἄλλους. Ἐκεῖνος ὁ Λώτ, ἂν καὶ κατοικοῦσε στὰ Σόδομα, κανέναν δὲν κατέκρινε, κανέναν δὲν κατηγόρησε. Γι’ αὐτὸ ἐδικαιώθη, καὶ διεσώθη ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὴν πανωλεθρία, στὰ ὁποῖα κατεδικάστησαν οἱ Σοδομίτες.  Ἂς ταπεινωθοῦμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς κατακρίνοντας τοὺς ἑαυτούς μας, τοὺς ἑαυτούς μας νὰ ὀνειδίζωμε γιὰ νὰ ὑψωθοῦμε, νὰ γίνωμε ἀκατάκριτοι. Ἂς ἀγαπήσωμε τὴν ταπεινοφροσύνην. Μὲ αὐτὴν ἐδικαιώθη ὁ Τελώνης καὶ ἀπέβαλε τὸ φορτίον τῶν ἁμαρτημάτων του. Ἂς μισήσωμε τὴν ὑψηλοφροσύνην, ἐπειδὴ ὁ Φαρισαῖος ἀπὸ αὐτὴν κατεκρίθη καὶ ἔχασε τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχε. Ὁ Φαρισαῖος, ἐπειδὴ διέπραξε τὰ καλὰ μὲ ὄχι καλὸν τρόπο, κατεκρίθη. Ὁ Τελώνης ἀπορρίπτοντας μὲ καλὸν τρόπο τὰ μὴ καλὰ ἔργα, ἐδικαιώθη. Διότι ὁ Θεὸς εἶδε μὲ συμπάθειαν τὸν στεναγμὸν τοῦ Τελώνου, καὶ τὴν συντριβήν του καὶ τὰ κτυπήματα τοῦ στήθους του, καὶ ἀφοῦ ἐδέχθη τὸ «ἰλάσθητι» τὸν ἐδικαίωσε μαζὶ μὲ τὸν Ἄβελ. Τὶς δὲ θυσίες καὶ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ καυχησιολόγου καὶ ὑπερηφάνου Φαρισαίου τὶς ἐσιχάθη καὶ τὶς ἀπεστράφη, καὶ τὸν κατεδίκασε, ὅπως τὸν ἀδελφοκτόνο Κάιν, γιὰ τὴν ἰδίαν αἰτία. Νὰ μάθωμε, ἀδελφοί, καὶ νὰ διδαχθοῦμε νὰ κάνωμε μεγάλα κατορθώματα. Νὰ μὴν ὑψηλοφρονοῦμε ὅμως γι’ αὐτά. Καὶ ἂν γίνωμε καλοί, δίκαιοι καὶ ἐπιεικεῖς καὶ πονόψυχοι καὶ ἐλεήμονες, ἐμεῖς νὰ ταπεινωνώμεθα καὶ νὰ μὴν ἔχωμε ὑπεροψία καὶ ἀλαζονεία, μήπως χάσωμε τοὺς κόπους καὶ τοὺς πόνους μας. Διότι λέγει ὁ Κύριος «ὅταν ταῦτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοι ἐσμέν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν».

.           Εἶναι ἀναγκαῖον καὶ ἀπαραίτητον χρέος νὰ προσφέρωμε στὸν Θεὸν τῶν ὅλων τὴν δουλικὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονήν, τὴν ὑποταγήν, τὴν ὑπακοήν, τὴν εὐγνωμοσύνη, τὴν εὐχαριστία, καὶ νὰ μεγαλύνωμε καὶ νὰ προσκυνοῦμε τὸ πανάγιον θέλημά του, καὶ νὰ μὴν αἰσθανώμεθα σὰν δαγκώματα τοὺς ἐλέγχους καὶ τὶς ὕβρεις τῶν ἄλλων, οὔτε νὰ καταβαλλώμεθα στοὺς πειρασμούς, οὔτε νὰ δυσανασχετοῦμε, ὅταν μᾶς κατηγοροῦν, διότι καὶ ἀπὸ αὐτὰ καρπωνόμεθα πολλὴν ὠφέλειαν. Ἂς μάθωμε καὶ ἂς γνωρίσωμε, ἀδελφοί μου, τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐνίσχυση καὶ τὴν βοήθεια τῆς ταπεινώσεως. Ἂς μάθωμε τὴν καταδίκη καὶ τὴν ζημία καὶ τὴν ἀπώλεια ποὺ προξενεῖ ἡ ὑψηλοφροσύνη.
.        Καὶ ἐπειδὴ εἶναι μεγάλο ἀγαθὸν ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγησις καὶ ἡ συντριβὴ καὶ τὰ δάκρυα καὶ οἱ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδίας μας στεναγμοὶ καὶ ἡ κατάνυξις, γι’ αὐτὸ παρακαλῶ νὰ ἐξομολογῆσθε στὸν Θεὸν συνεχῶς καὶ νὰ τοῦ φανερώνετε τὰ ἁμαρτήματά σας. Διότι ἐὰν τοῦ παρουσιάζωμε γυμνὴν τὴν συνείδησί μας, καὶ τοῦ δείχνωμε τὰ τραύματα τῶν ψυχῶν μας, καὶ δὲν κρίνωμε τοὺς ἄλλους, οὔτε ἀποθηριωνόμεθα μὲ τὶς ὕβρεις τῶν συνανθρώπων μας οὔτε λυπούμεθα γιὰ τὶς κατηγορίες καὶ τὶς ἀδικίες τους, θὰ μᾶς λυπηθῆ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καὶ θὰ μᾶς κεράση τὰ φάρμακα τῆς συμπαθείας καὶ τῆς εὐσπλαχνίας του. Θὰ τὰ βάλη στὰ τραύματά μας καὶ θὰ μᾶς θεραπεύση. Ἂς δείξωμε τὰ ἁμαρτήματά μας στὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος δὲν ἐντροπιάζει, ἀλλὰ θεραπεύει. Διότι καὶ ἂν ἐμεῖς σιωπήσωμε, ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει ὅλα.

.           Ἂς εἰποῦμε λοιπὸν τὰ ἁμαρτήματά μας, ἀδελφοί, καὶ ἂς ἐξομολογηθοῦμε καθαρὰ στὸν Κύριον, γιὰ νὰ κερδίσωμε τὴν συμπάθειάν του. Ἂς ἀφήσωμε τὶς ἁμαρτίες μας ἐδῶ γιὰ νὰ πᾶμε ἐκεῖ καθαροὶ καὶ ἕτοιμοι, καὶ νὰ εἰσαχθοῦμε ἀπὸ τὸν δίκαιον Κριτὴ στὴν Βασιλεία του τὴν ἀτελεύτητο καὶ αἰωνία, καὶ νὰ κληρονομήσωμε τὶς μελλοντικὲς ἐκεῖνες καὶ ἀγέραστες διαμονὲς καὶ τὴν ἀπέραντο χαρὰ καὶ ἀπόλαυση, τὰ ὁποία εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ἐν αὐτῷ Χριστῷ τῷ Θεῶ ἠμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.